Οικοδομές-Ανοικοδομές

Και τα 'ρίχνα όλα πίσω μου,
σκουπίδια που δεν ήθελα να βλέπω,
φως που με τύφλωνε και έκλεινα τα μάτια.

Ελπίδες , όνειρα και πόθους,
βάρη, φόβους, πόνους
σκέψεις, θυσίες αγάπες κ' έρωτες.

Στοιβάζονταν τα άψυχα κορμιά τους,
μέχρι που 'γιναν βουνό και μ' έπιασε η σκιά τους.

Ίσως και να το πήρα πρέφα γρήγορα

Τον πόνο έκανα σπίτι μου,

το φόβο αδερφό μου,

και στη μικρή μου την αυλή,

σκότωσα ενα πουλί,

γιατί είχε φτερά και ζήλεψα.

Aνεπαλώ

Σε πεθύμισα έρωτα,

Μου έγινες συνήθια,

Εγώ μπροστά μου ψηλαφώ,

Μα εσύ στο σβέρκο αναστενάζεις.

O 3 ( άτονο )


1


<< Λοιπόν, θα σας εξηγήσω πως παίζεται το παιγνίδι αυτό. Είναι πάρα πολύ εύκολο έως και παιδικό φτάνει να με ακούτε >>. Είπε και κοίταξε γύρω της όλο νόημα προς τους υπόλοιπους τρεις που την κοιτούσαν με απορία. << Παιδική δεν είναι η εξέλιξη του όμως κι ας καταλήγει σε happy ending πολλής φορές, εάν με πιάνεται. Θα το δείτε >>.

Το πονηρό της βλέμμα πλανήθηκε  και πάλι στο χώρο, κοίταξε τους δυο φίλους που την κοιτούσαν  με απάθεια και στη συνέχεια καρφώθηκε στον τρίτο της παρέας που βρισκόταν στο δωμάτιο με τα μάτια της όλο κάψα και προσδοκία να τον αποπλανήσει. Η τετραμελής παρέα βρισκόταν σε μια μικρή γκαρσονιέρα στη ταράτσα μιας πολυκατοικίας. Μαζεύτηκαν εκεί μετά από μερικές μπύρες σε ένα συνοικιακό μπαράκι. Το δωμάτιο μικρο και βρώμικο, το κόκκινο φωτιστικό της οροφής μαζί με την κάπνα από τα τσιγάρα έδιναν στο χώρο φωτισμό ενός άρρωστου ηλιοβασιλεματος και στα πρόσωπα των τεσσάρων ζωγραφιζόταν η έκφυλη προσδοκία να νιώσει ο ένας την σάρκα του άλλου. Ένας ερωτικώς κανιβαλισμός πλανοταν στους τέσσερις τοίχους. Στην γωνία ένα άστρωτο κρεβάτι, γεμάτο από μπουφάν σάρπες και γάντια, Στο κόκκινο συνθετικό χαλί μια σόμπα αλογόνου ηλέκτριζε όλο και πιο πολύ την ατμόσφαιρα. Οι τέσσερις κάθονταν γύρω από το μεγάλο τραπέζι της κουζίνας. Ένα μεγάλο μπουκάλι αυθενικης ρώσικης βότκας με εξήντα στα εκατό αλκοόλη της στο κέντρο του τραπεζιού και τέσσερα σφηνοποτηρα κάθονταν πάνω στο τραπέζι. Η Νίνα κρατούσε στα χέρια δυο φθαρμένες τράπουλες από χαρτιά και τα ανακάτευε απρόσεχτα χωρίς να τα κοιτάει.
<< Θα μοιράσω τέσσερα χαρτιά. Ένα στον καθένα. Όποιος έχει το μικρότερο αριθμό κατεβάζει ένα σφηνάκι>>
<< Αυτό ήθελες τόση ώρα να μας εξηγήσεις>> Είπε ο Θάνος.
<<Ναι αυτό. Αλλα πρέπει να  καταλάβατε το σύστημα του παιχνιδιού. Μην προτρέχει να με καταδικάσεις. Όλα βασίζονται στην μεθοδολογία του και όχι στους απλούς κανόνες. Επαναλαμβάνω. Όποιος έχει το μικρότερο αριθμό κατεβάζει ένα σφηνάκι. Αυτό όμως πρέπει να γίνεται με αστραπιαίες κινήσεις έως ότου τελειωνόσουν τα χαρτιά από την τραμπουλα. Όσο πιο γρήγορα θα μοιράζω εγώ τόσο πιο γρήγορα θα αδειάζει το μπουκάλι και τόσο πιο εύκολα θα γίνεται τύφλα ο αδύναμος>>
<<Κάτι σαν τους νόμους της κοινωνίας δηλαδή. Ο αδύναμος βγαίνει νοκ αουτ>>
<<Ναι αγόρι μου, όπως το λες. Είσαι φιλοσοφημένο παιδί τελικά, καλά σε κατάλαβα>>

Ο 3 έπιασε στο βλέμμα της μια βουβή ερωτική υπόσχεση. Κρατήθηκε γερά για να φανεί αδιάφορος και αντάλλαξε και αυτός με το ίδιο βλέμμα. Αυτό που τα μάτια σαν μπουν σε συστοιχία λένε αυτά που το στόμα δεν μπορεί να αρθρώσει.

<<Έχω 104 χαρτιά στην τραμπουλα, άρα εδώ θα πιούμε 24 σφηνοποτηρα της επικίνδυνης βότκας που μας προσέφερε εδώ ο οικοδεσπότης μας>> Τα λεπτοκαμωμενα της δάκτυλα άρχισαν να μοιράζουν τα χαρτιά. Ο Θάνος ήταν υπεύθυνος στο μοίρασμα κάθε γύρας να ανανεώνει τα ποτήρια με αλκοόλ. Τα κίτρινα νύχια της Νινας έκαναν μια αστεία αντίθεση με το κόκκινο του τραμπουλοχαρτου, ενώ τα πολλά μεταλλικά βραχιόλια της κουδούνιζαν ηδονικά στα αυτιά του 3. Έπεσε κάτω  πρώτη παρτίδα. 10 καρό, 3 σπαθί, ντάμα σπαθί, και 3 καρδιά.
Το 10 καρό ανήκει στην τελειότητα. Το αριθμητικό δεκάρι της μάθησης. Το άριστο και σοφό δέκα, αψεγάδιαστο στα επικριτικά χέρια του δασκάλου. Ο ρόμβος, η αυστηρότητα και η τετραγωνισμενη λογική. Το 10 καρό είναι ηθικό, σοφό και μετρημένο. Τι ειρωνια. Το δέκα καρό είχε πέσει μπροστά στα  χέρια της Αλικης. Η Αλίκη δεν είχε καμιά σχέση με αυτά που αντιπροσοπευαι το χαρτί της. Είχε μεγαλώσει σε προσφυγικά σοκάκια και η ζωή είχε σκληρύνει το χαρακτήρα της. Η σκληρή καθημερινοτητα της γειτονιάς δεν άφηνε περιθωρεια για ήθη και φιλοσοφίες. Ο αδύναμος δεν χαιρόταν ποτέ, το ήξερε καλά και δεν φοβόταν να πάρει αυτό που ήθελε με κάθε κόστος. Η εμφάνιση της ήταν το μεγαλύτερη της ανασφάλεια, γύρω στα 130 κιλά, όχι πολύ ψηλή, τριχωτή, ασχημομούρα ,φοβερή όμως και τρομερή αντροτυχοδιωκτρια. Εντόπιζε τον αδύναμο κρίκο και τον ξεζούμιζε. Μπορεί να ήταν ο πιο μεθυσμένος, ο πιο ντροπαλός ή φοβισμένος, αυτή τον παραμονευαι σαν αρπαχτικό και δεν έχανε ευκαιρία στις ερωτικές της απολαύσεις. Έτσι το υπερμέγεθες λίμπιντο της και η ογκώδης εμφάνιση της την είχαν καταστήσει φοβερό και τρομερό αρπαχτικό, που ξεζούμιζε νεαρά ντροπαλό αγόρια άλλα και δεν έχανε ευκαιρία να χωθεί σε αγγαλιες έκφυλων σαραντάρηδων και πενηντάρηδων που έψαχναν απεγνωσμένα στενά υγρά νεανικά μονοπάτια. Το σημερινό της θύμα ήταν ο Θάνος, και μπροστά του είχε πέσει η ντάμα σπαθί και τον κοιτούσε αλαζονικά.

<<Δυο τριάρια λοιπόν. Εμείς οι δυο έχουμε το ίδιο φύλο 3>>
<<Όχι δεν είναι το ίδιο. Όλοι ξέρουν ότι σπαθί είναι πιο δυνατό από την καρδιά>>
<<Και γιατί παρακαλώ αυτό. Που το στηρίζεις>>
<<Να πάρω εγώ ένα σπαθί και έλα εσύ με καλή καρδιά και ας δούμε ποιος από τους δυο θα παραμείνει ζωντανός>> Η Ν τον κοίταξε με απορία και αναρωτήθηκε εάν δεν έχει καταλάβει το νόημα του παιγνιδιού. Μήπως προσπαθεί να το αποφύγει σκέφτηκε. Αλλα αυτός μας έχει καλέσει εδώ πέρα. Ανασυνταχθηκε, το θηλυκό τσαχπίνικο ταμπεραμέντο της επανήλθε και επιτακτικά χαμογελώντας του είπε.

<< Άσε τις εξυπνάδες 3. Εγώ σας εξηγώ το παιγνίδι και εγώ βάζω τους κανόνες. Όταν κάνεις παιγνίδι εσύ τότε θα αμφισβητείς. Τα δυο τριάρια είναι το ίδιο και πρέπει να πιούμε και οι δυο από ένα σφηνάκι>> Ο 3 υπάκουσε και οι δυο τους έφεραν τα σφηνοποτηρα στο στόμα, κοιτάχτηκαν και τα κατέβασαν αστραπιαία στα λαρύγγια τους.

<<Πάμε πιο γρήγορα. Τώρα θα δείτε το ωραίο του παιγνιδιού>> Ξαναμοίρασε, 7 καρδιά, φάντης καρδιά, 3 μπαστούνι, 3 καρό. Κοιτάχτηκαν όλοι με απορία για τα επαναλαμβανομενα τριάρια στα ίδια άτομα. Δεν το συζήτησαν πάρα ο 3 και η Νίνα ρούφηξαν άλλο ένα σφηνάκι βότκας. Και αμέσως ξαναμοίρασε. Ο Θάνος είχε πάρει σοβαρά το ρόλο του και δεν άφηνε να τα ποτήρια άδεια. Οι γρήγορες κινήσεις του έλουζαν το τραπέζι με αλκοόλ. 3 μπαστούνι, 3 σπαθί, 4 καρδιά και ρίγας σπαθί.

<<Πάλι φώναξε η Αλίκη. Μήπως μωρή τα έχεις κανονισμένα να μεθυσεις το παιδί>>
<<Αυτό λέει η τραμπουλα, αυτό κάνουμε μην σταματάτε>>
<<Αλλα μια γύρα κατέβηκε στο λαρύγγι του 3 και της Νινας>>

Η παρτίδα συνεχίστηκε, δεν έπεσαν άλλα τριάρια, μια που έπινε ο ένας μια ο άλλος, μια που τελείωσε το πρώτο μπουκάλι και ανοίχτηκε το δεύτερο και μια που όλοι είχαν αρχίσει να γελάνε, με πνιχτά χαχανητά, να ρουφάν σφηνοποτηρα με βότκα και τα μάτια τους δακρυαζαν από το γέλιο και το αλκοόλ, και η οπτική τους θόλωνε όπως και η αντίληψη. Οι μαθηματικές τους ικανότητες έγιναν κουρέλια και το 2 το μπέρδευαν με το 7, το 7 με τον άσσο, ο φάντης είχε μετατραπεί σε τραβεστί βασιλιισα και ο βασιλιάς κοιτούσε περίεργα το αλλόκοτο σινάφι και όλο που ανεβάζαν και οι τέσσερις τα σφηνακοποτηρα στον αέρα και όλο τα τσιγάρα αναβόσβηναν στα στόματα μέχρι που τελείωσαν τα χαρτιά στην τραμπουλα της Νινας και έμειναν τα δάκτυλα της άδεια και τα κίτρινα της νύχια άπραγα.
<<Ποιος νίκησε>> Ρώτησε με ενθουσιασμό ο Θανος. >> <<Κάνεις από μας. Η βότκα νίκησε>>. Αποκρίθηκε ο 3 με λοξυγγα. Ήταν και οι τέσσερις τους ντιρλα στο πιοτό. Το τέλος της παρτίδας τους έφερε να κοιτιούνται. Η ζωώδης ατμόσφαιρα επανήλθε.  Το παιχνίδι ήταν προκαταρτικο του έρωτα και έρωτας χωρίς παιγνιδι δεν υπάρχει. Η Αλίκη πήρε χωρίς δεύτερη σκέψη τον Θάνο από το χέρι και τον οδήγησε στην τουαλέτα. Ο 3 και η Νίνα κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν πονηρά ο ένας στον άλλο. Το μικρο διαμέρισμα μοσχοβολούσε τσιγαριλλα και αλκοόλ. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη από ορμόνες που αιωρούνταν. Στο τραπέζι άδεια μπουκάλια και ποτήρια πεσμένα κάτω και μικρές λιμνούλες βότκας να στάζουν σιγά σιγά στο ψεύτικο χάλι. Τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα κιτρίνιζαν τον αέρα. Δεν καθόταν πλέον κανείς στις καρέκλες του, δεν ακούγονταν πλέον τα χαχανητά και οι κρότοι των ποτηριών παρά νεανικά μουγκρητά που βγαίναν από τα σώματά τους. Και ενώ ο 3 και η Νίνα χαϊδεύονταν και φιλιωνόντουσαν με λαιμαργία στο άστρωτο κρεβάτι ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε μέσα απο την τουαλέτα. Ανασκουμπωθηκαν και οι δυο και χαμογέλασαν. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα με δύναμη και η Αλίκη βγήκε από μέσα νευριασμένη,μισόγυμνη με τα τεράστια της στήθια να αιωρούνται απειλητικά, ανήμερο θεριό και στα χέρια της κρατούσε το λευκό της μπλουζάκι γεμάτο αίματα. Πέταξε την ματωμένη μπλούζα στον κάλαθο της κουζίνας και έκατσε στο τραπέζι κοιτώντας προς τον 3 και την Νινα.
<<Συνεχίστε, μην μου δίνετε σημασία>>
<<Μα τι έγινε>>
<<Ο άλλος μέσα, ο Θάνος>>
<<Ναι?>>
<<Τελικά ήταν παρθένος. Ήταν, από οτι καταλάβατε τώρα δεν είναι. Το καθάρισα κιόλας το μεθυσμένο αγοράκι μην σας τον παρουσιάσω έτσι>> Ο Θάνος βγήκε αναψοκοκκινισμενος απο την τουαλέτα. Τα μαλια του ήταν ανάκατα και το παντελόνι του στραβωκουμπομενο. <<Εεεεε  παιδιά, πρέπει να φύγω εγώ>> Είπε και χαμηλόφωνα και η ματιά του ανάβλυζε αντρικά ντροπή. Τράβηξε το μπουφάν του από το κρεβάτι, το βάλε αστραπιαία, μάζεψε τα πράγματα του και χωρίς καν να κοιτάξει την Αλίκη η κανένα άλλο άνοιξε την πόρτα και εξαφανιστκε στο κλιμακοστασιο της πολυκατοικιας.
<<Πάει, το κοκόρι έγινε κοτούλα και την έκανε με ελαφρά. Ούτε την δουλεία που ξεκίνησε δεν κατάφερε να τελειώσει>> Η  Αλίκη χαμογέλασε περιπεχτικα. Το κορμί της ήταν γεμάτο από ερωτική προδιάθεση που δεν μετατράπηκε όπως το είχε σχεδίαση σε οργασμό. Κοίταξε τους δυο εραστές και άναψε το αίμα της ξανά. Η πονηριά της και η κάψα της πήραν τα ηνία και ένα καινούργιο σχέδιο δημιουργηθηκε στο κεφάλι της.
<< Συνεχίστε εσείς, μην μου δίνετε σημασία>> Ο 3 και η Νίνα συνέχισαν να φιλιούνται, οι γλώσσες τους εξερευνούσαν τα στόματα τους και η ηδονή  μεγάλωνε στα σώματα τους. Η Αλίκη άφησε λίγο το ζευγάρι να ξεχαστεί, να ζαλιστεί στον έρωτα. Σαν σαρκοβόρο αρπαχτικό περίμενε με υπομονή τα θύματά της, όσο κι αν πεινούσε. Την κατάλληλη στιγμή όρμηξε στο κρεβάτι και άρχισε να μπαλαμουτιαζει τον 3. Η αίσθηση των τεσσάρων χεριών να τον χαϊδεύουν στο στήθος και στο καβαλλο του παντελονιού τον άναψε. Οι δυο γλώσσες των κοριτσιών λιαιναν την σάρκα του και αυτός βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στην απρόσμενη ηδονή που του πρόσφεραν. Η Αλίκη τον απωθούσε ως θηλυκό και μέσα του παλυε να την απωθήσει. Έτσι όταν αρχιασνα τα ρούχα να πετιούνται στον αέρα και οι τρεις εραστές χαρτογραφουσαν με την αφή τα σώματα τους, ο 3 τιναχθηκε όρθιος, πηε την μεγάλη απόφαση και είπε.  <<Πρέπει να φύγω>>
Πίρε και αυτός το μπουφάν του τα κλειδιά και εξαφανίστηκε στο κλιμακοστασιο.


Έξω είχε ήδη ξημερώσει. Το φως έλουσε την πόλη, το μπετονενιο κοιτος που προσγειώθηκε στον κλειστό κόλπο πήρε χρυσαφί χρώμα και οι άχρωμες μουντές πολυκατοικιες του έγιναν κοσμήματα στο λαιμό του. Ο 3 περπατούσε ανασκουμπομενος στο μπουφάν του. Είχε χαμηλωμένο το κεφάλι, τα χεριά στις τσέπες και περπατούσε με βιαστικούς μεγάλους δρασκελισμους. Τα σκισμένα του παπούτσια εμπαζαν κρύο αέρα και πρωινή υγρασία και το χάνε παγώσει τα πόδια. Ανέστιο τον βρήκε η αυγή, δεν ήξερε αν τα δυο κορίτσια που είχε παρατήσει στα κρύα του λουτρού ήταν ακόμα στο σπιτι. Δεν ηθελε σε καμια περιπτωση να το διακυνδινεψει να τα ξαναδει μπροστα του. Αποφασισε να κανει ατο που παντα τον ευχαριστουσε, σε στιγμες ηθελημενης μοναξιας.  Να μπει σε ενα λεωφορειο και να χαθει στην πολη. Κατευθηνθηκε προς το κεντρικο δρομο, κυρια αρτηρια που περνουσαν τα λεωφορια. Τα μαγαζια ηταν κλειστα ακομα. Νωθρα ξεκινουσαν την μερα τους φουρνοι, και κεντρα τυπου, ενω τα εικοσιτετραωρα ιντερνετ καφε ταξιδευαν νεαρους σε κοσμους αλλοκοτους και επικινδυνους. Οι πρωινοι ανθρωποι ξεπροβαλλαν σιγα σιγα στις πορτες των πολυκατοικιων. Το δερμα τους ηταν ζεστο ακομα απο την θαλπωρη των σκεπασματων τους και κοκκινιζε απο το τσουχτερο κρυο μολις εβγεναν εξω. Στην ασφαλτο ειχε καθισει μια περιεργη πρασινοχρωμη παγογλιτσα που stoplights των αυτοκινητων της εριχαν κοκκινες ανταυγιες. Τα φωτα του  δρομου δεν ειχαν σβησει ακομα και ο ουρανος ειχε γεμισει με μαυρα περιστρεφομενα σημαδια που εκραζαν πεινασμενα. Ο τρομος της καθημερινοτητας ηταν ζωγραφισμενος παντου. Στις πινακιδες των δρομων, στα σκουπιδια και στους καδους ανακυκλωσης, στις φατσες των ανθρωπων. Ηταν ολα τους φτιαγμενα απο την επαναλαμβανομενη ροη ενεργειων, τις ιδιες κινησεις καθε μερα, μια πραγματρικοτητα κατασκευασμενη απο εκατομμυρια μορια ασυνηδητων κινησεων και σκεψεων. Ενα τερατουργημα χωρις επιστροφη, κλειδωνε τους κατοικους των πολεων στην ιδια επαναλαμβανομενη παλλινδρομικη κινηση.

Ο 3 ειχε ηδη φτασει στην σταση του λεοφορειου και παρατηρουσε τους περαστικους. Χαμογελασε μεσα απο τα δοντια μολις θυμηθηκε το σκηνικο που ειχε παιχτει στο σπιτι του, και με την ιδεα μην τον προλαβουν στο δρομο η Νινα και η Αλικη, κοιταξε προς την πλευρα που θα ερχοταν το λεωφορειο.

Σε πεντε μολις φευγαλεες σκεψεις ανεφανει το λεοφωρειο στην αρχή του μακριου κεντρικου δρομου.  Ο 3 σηκωθηκε απο το κρυο μεταλλικο καθισμα της στασης του λεοφωρειου. Το μακροστενο οχημα σταματησε μπροστα του, ανοιξε τις πορτες και ο  3 χωθηκε στην κοιλοτητα του και καθισε στην πισω θεση αφηνωντας εξω την πολη να αποτυπωνει εικονες στα ματια του. Ο μεσος ορος ηλικιας στο λεοφωριεο δεν επεφτε κατω απο τα 65 χρονια. Ο 3 τρια κοιτουσε τα παπουδια και τις γριες να ζωντανευουν απο την ανιαρη ζωη τους. Παλιοι φιλοι συναντιονταν τυχαια και χαρουμενοι ανταλλαζαν φιλοφρονησεις, πολιτικες συζητησεις δημιουργουσαν πηγαδακια που μεγαλωναν ή μικραιναν αναλογα με τις στασης του λεοφωρειου. Οι γυναικες ανταλλαζαν συνταγες και συζητουσαν την καθημερινοτητα τους χαμηλοφονα με μετριοπαθεια.

<<Σε μετακινουμενο ΚΑΠΙ πεσαμε φιλε>> Ο 3 κοιταξε τον απεναντι του. Ηταν ο μονος μαζι με τον ιδιο που δεν επερνε συνταξη. Ενα ηλικιωμενο ζευγαρι τους κοιταξε θυμωμενα και αμεσως γυρισαν το βλεμμα τους αλλου μη ψαχνοντας για φασαρια. <<Γι αυτο με τρομαζει η μερα. Βλεπεις που θα καταληξεις>>
<< Αναποφευκτο το μαρτυριο>> Χαμογελασαν και οι δυο. <<Και για που εισαι τετοια βαρβαρη ωρα φιλε>>
<<Μαντεψε?>>
<<Που να ξερω, πας ή επιστρέφεις>>
<< Ετσι οπως εγιναν τα πραγματα ουτε εγω ξερω να σου πω την αληθεια>>
<<Και του λογου σου>>
<<Δουλεια, στα σιδερα. Κουραση μεγαλη τα σιδερα>>
Το λεοφωρειο σταματησε και οι διπλες πορτες στην μεση ανοιξαν να υποδεχτουν αλλο ενα επιβατη. Μια γυναικα με το κοριτσακι της που αρνειτο πεισματικα να μπει στο λεοφωρειο περιμεναν στην σταση. Μιση ωρα πριν της ξεφουρνισε η μητερα της οτι εχουν ραντεβου με τον οδοντιατρο της και η μικρη κατατρομαγμενη προσπαθουσε με νυχια και με δοντια να το αποφυγει. Το αυστηρο ντυσιμο της μητερας ομως υποδηλωνε πειθαρχια και η μικρη υπεκυψε με δακρυα στα ματια υπακουοντας την μητερα της.
<<Εγω ειμαι ο Στρατος>> Και η μεγαλη παλαμη του, τραχια απο την δουλεια απλωθηκε μπροστα στον 3. Εμεινε για λιγη ωρα ετσι και χωρις να απλωσει το χερι του συστηθηκε.
<<3>> Ο Στρατος σαστισε. Μαθημενος απο τις επιτακτικους και υποτυπωδους κοινωνικους κωδικους του πρωινου δεν ηξερε τι να κανει. Οταν απλωσεις το χερι σου ενα αλλο απλωνεται για χειραψια. Θυμωσε με την αγενεια του συνομιλητη του. Υπο αλλες συνθηκες η συζητηση θα σταματουσε εδω. Ο Στρατος ομως περιεργος με τον αλλοκοτο συνοδοιπορο του, δεν μπορουσε να μην ρωτησει προς τι ο αριθμος. Τι 3? Τον ετρωγε η περιεργεια και υπομεινε την προσβολη.
<<Τι 3?>> Απαντησε σαν αποβλακωμενη αγελαδα. <<3, αυτο ειναι το ονομα μου>>.
<<<Σε λενε 3>>
<<Ναι>>
<<Οτι πριν καλα καλα ξυπνησω θα με δουλευε καποιος τοσο προκλητικα δεν το περιμενα. Δηλαδη θες τωρα να μου πεις οτι το ονομα σου ειναι ενας αριθμος? Εχω μια μικρη υποψια οτι με κοροιδευεις?>>. Ο Στρατος μιλησε ειρωνικα.
<<3 με λενε>> και εβαλε το χερι του στην τσεπη του μπουφαν του. <<Παρε δες την ταυτοτητα, >> Ο Στρατος πηρε την ταυτοτητα στα χερια του. Κοιταξε γρηγορα την ξεθωριασμενη φωτογραφια και το ματι του επεσε γρηγορα στο ονομα κατοχου. 3 του 5. Γεννημενος 3 του Μαρτιου 1983 στην ..... Γυρισε μια απο την αλλη πλευρα δεν ειδε τιποτα ενδιαφερον.  << Ο πατερας σου ειναι ο 5?>>
<<Ο πατερας σου ειναι  ο 5?>>
`<<Ναι>>
<<Τον πατερα σου τον λενε 5 και εσενα 3. Ας στο διαολο. Τι ειστε μυημενοι σε καμια περιεργη μαθηματικη αιρεση>>.
<< Ωραια το πες, αλλα οχι. Ειναι μεγαλη και παραξενη  ιστορια και στα πρωινα δεν αρμοζουν τετιες>>. Το λεωφορειο περνπουσε τωρα μπροστα απο το νοσοκομειο, στις παρυφες της πολης και σταματησε στην σταση ,ετα τα φαναρια. Σχεδον οι μισοι επιβατες κατεβηκαν εκει. Τα δακρυα ειχαν στεγνωσειι στα μαγουλα του κοριστσιου δημιουργωντας μικρα λευκα ποταμακια αλατος.
<< Να πως ξαναζωντανευουν οι παλιες φιλιες μετα τα 70. Με μια απισκεψη στο νοσοκομειο>>.
<<Τραβα και μια στην τραπεζα οταν κατατιθονται η συνταξεις και θα δεις τι γινετε και εκει>>.
Χαμογελασαν και οι δυο ενω το λεοφωεριο ειχα δη ξεκινησει.
<< Λοιπον 3>>. Του φανηκε πολυ αστειο να προσφωνει καποιο με ενα αριθμο. Δεν μπορεουσε να το συνηθισει. <<Κατεβενω στην επομενη, δεν ξερω αμα χαρηκα, αλλα σε χεραιτω>>.
<< Γεια σου Στρατο, και αμα σε φερνει ο δρομος το βραδυ θα ειμαι με παρεα στο ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ>>.
<Στο ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ? Εχει καιρο να περασω απο αυτο το καταγωγειο.Αμα με φερει ο δρομος μπορει και να τα ξανναπουμε. Και παλι γεια>>. Το λεοφωρειο σταματησε σε μια σταση που οναμαζοταν '' Πεταλωτης''. Ο Στρατος σκεφτηκε σιγα να μην  τραβουσε προς το ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ το βραδυ πηδηξε απο το καθισμα και με ενα σαλτο βρεθηκε στο δρομο. Βιαστικα χαθηκε σε ενα απο τα παλια κτιρια που βρισκοτνταν εκει. Ο 3 αναρωτηθηκε εαν ηταν παλια μερος που πεταλωναν τα αλογα και εχει παραμεινει τωρα ως μερος με σιδεραδικα. Ρητορικη η ερωτηση στον εαυτο του, δεν το ξανασκεφτηκε, παρα εβγαλε απο την τσεπη του μπουφαν τα κιτρινισμενα του ακουστικα, τα βαλε στα αυτια και χαθηκε για αλλη μια φορα στο ηλεκτρικο συμπαν του ''space ritual''.


2

Η Πατι βρισκοταν στο υπνωδοματιο της. Μολις ειχε ξυπνησει και βρισκοταν μπροστα απο το ανοιχτο ντουλαπι της κοιτωντας αναποφασιστη τα ρουχα να κρεμονται σαν σφαχταρια, ετοιμα να θυσιαστουν στο βωμο της αυτοπροβολης. Ειχε τοποθετησει με προσοχη τα μπουφαν της στην αριστερη πλευρα του ντουλαπιου και με θερμομονωτικη ιεραρχια, απο το πιο χοντροκαμωμενο πουλοβερ μεχρι και την πιο αναλαφρη μπλουζα. Τα παπουτσια ακριβως απο κατω ηταν στοιχισμενα σε δυαδες προσεχτικα. Της ειχε ερθει μια ακαταμαχητη επιθυμια  να φορεσει τα κιτρινα τσοχενα γοβακια της και προσπαθουσε τωρα να βρει κατι να τα ταιριαξει. Το χτυπημα της πορτας την επαγρυπνησε προς στιγμη, αλλα αμεσω σκεφτηκε οτι θα ανοιξει ενας απο τους συγκαοκους της κια ξαναχαθηκε στην οικεια πρωινη πρωτη αποφαση. Το δευτερο και τριτο χτυπημα την αναγκασε να βαλει οτι βρηκε μπροστα της και οταν η πορτα ανοιξε οι δυο γυνακες που γυρνουσαν τα σπιτια και μαζευαν λεφτα για φιλανθρωπικους σκοπους την κοιταξαν με ενα ειδος απαθους αποστροφης.
<<Καλημερα σας , συγγνωμη για την ενοχληση. Ειμαστε απο την ομαδα ''Αξιοσαμαριτοι'' της ενοριας του Αγιου Βλαδιμηρου και μαζευουμε λεφτα για τις απορες οικογενειες, μηπως θα θελατε να ριξετε και εσεις τον οβολο σας. Ολοι οι αλλοι στη πολυκατοικια εχουν δωσει>>. Η κυρια με τα φουντοτα μαυρα μαλλλια και μια λευκη τουφα σαν φραντζα μπροστα σταματησε να μιλα, ενω η αλλη ειχε απλωσειε ενα μεταλλικο κουτι με την εικονα του Αγιου Βλαδιμηρου κακα πλαστικοποιημενη προς το μερος της Πατι.
<<Αξοσαμαριτοι?>>.
<<Ναι, οι Αξιοσαμαριτοι, λειτουργουμε εδω και 3 χρονια, με τις ευλογιες του μητροπηλιτη μας, σεβασμιοτατου Γρηγοριου>>
<<Μαλιστα , περιμενετε>> και ψαχουλευωντας τις τσεπες γυρισε προς το σαλονι και αλως αναφωνισε <<να βρω ψιλα>> και αρχισε να κοιταει στα συνηθη μερη που αφηναν τα κερματα. Αλλα το αυτι της επιασε κρυφα, κατεργαρικα χαχανητα απο την κουζινα, και αφου εβαλε το κεφαλι της μεσα απο την πορτα, εοδε τις δυο συγκατοικους της να κρυφοχαχανηζουν.
<<Καλα, γιατι δεν ανοιγατε?>>. Ειπε και εκλεισε την πορτα. Ξερω που εχει, εβελα χθες στο μεταλλικο κουτακοι στη βιβλιοθηκη μερικα. Το ανοιξε, πηρε ενα ποσο που ουτε ζημια σε αυτην θα κανει αλλα ουτε και σφιχτοχερ θα την πουν και το εριξε στο μεταλλικο κουτακι. Τα κερματα εκαναν κροτο στο αδειο κουτι κι η Πατι αμεσω καταλαβε οτι τις ειχαν πει ψεματα για την γεννεοδορεια της πολυκατοιιας της, αλλα πλεον δεν υπηρχε επιστροφη.
<<Ευχαριστουμε και ο Θεος μαζι σου, καλημερα κοριτσι μου>>.
Καλημερισε και η Πατι αναρωτομενη εαν τα μαλια της ηταν μαυρα και ειχε βαψει μια τουφα λευκη ή εαν ηταν λευκα, βαμμενα μαυρα και αφησε αβαφη την τουφα.  Μπηκε στην κουζινα και κοιτξε με το μισο της τις δυο συγκατοικους της. <<Βρε τερατα, γιατι δεν ανοιγατε εσεις κα περιμενατε εμενα?>>.
<<Καλα τι φορεσες σημερα, εχεις ακροαση σε τσιρκο?>> Και η Μαρια και η Φιλιο εσκασαν στα γελια.
Η Πατι κοιταχτηκε στον καθρεφτη. Φορεουσε τα κιτρινα γοβακια της μαζι με ενα κολαν στο δερμα καποιου αφρικανικου αιλοροειδους και ενα πρασινο κυπαρισσι πουλοβερ. <<Βιαστηκα να ανοιξω, πιστεψε οτι δεν ειναι κανεις στο σπιτι και εβαλα οτι βρηκα>>.
<<Και για καλο ρωτημα γιατι δεν κουνηθηκε καμια απο την καρεκλα?>>.
<<Τις ειδα απο το ματακι της πορτας, και δεν ειχα ορεξη να αντιμετωπισω θεουσες πρωινιατικα>>.
<<Οποτε αφησατε εμενα?>>
<<Ηταν ιδεα, της Φιλιος>>. Τα ρουθουνια της Πατι αναζητησαν την μυρωδια του καφε.
<<Θελω επειγοντος ενα καφε>> Πηρε μια κουπα και την γεμισε με ζεστο, αχνιστο καφε φιλτρου και εκατσε μαζι με τις αλλες, που ειχαν στησει ενα λιτο πρωινο γευμα στο τραπεζι.
<<Σου εχουμε ετοιμασει πρωινο>>. Στο τραπεζι ειχε ενα πιατο με ενα αυγο βραστο, και καμποσα τσοφλια γυρω του, ενα βαζακι μελι και καμποσες φετες  ψωμι φρυγανοισμενο. Η Πατι πηρε ενα κομμματι ψωμι και το αλοιψε με μελι.
<<Λοιπον, δεν θα πεις τι εγινε χθες>>.
<<Τιποτα το τρομερο, βγηκαμε, απογευμα προς βραδυ, πιαμε δυο μπυρες χαιρετηθηκαμε και επεστρεψα στο σπιτι. Γιαυτο μου ετοιμασετε πρωινο, για να με δελεασετε στο πρωινο κουτσομπολιο>>.
<<Ασε τις υπεκφυγες τωρα.  Πως σου φανηκε το παιδι? Κατα αρχην Στρατος δεν ειπες οτι ειναι το ονομα του>>
<<Ναι Στρατος. Δουλευει στα σιδεραδικα εξω απο την πολη μολις περασεις το νοσοκομειο. Ωραια περασαμε, πηγαμε σε μια παραλιακη καφετερια>>.
<<Και πως σου φανηκε>>.
<<Μια χαρα μου φανηκε>>.
<<Παλι με το τσιγκελι θα σου τα βγαλουμε? Πες μας καμια λεπτομερεια για το σιδερα σου>>.
Η Πατι κοιταξε την Φιλιο  που χαμογελουσε προς ολες τις κατευθηνσεις αναξελεγκτα. Συγκατοικουσα ενα τριμνο τωρα μαζι και ο παρορμητικος χαρακτηρας της δεν αφηνε ιχνος μυστηηριου προς εξιχνιαση. Την ειχε φερει η Μαρια ενα βραδυ στο σπιτι και μεσω των παραπονων της απο την προηγουμενη κατοικια κατεληξαν τα τρια κοριστια να ζουν στο ιδιο διαμερισμα. Η Πατι σκεφτηκε οτι δεν επροκειυτο να παιξει το παιχνιδι της αυτη την φορα. Δεν ηθελε να το παιξει το κοριτσακι του πρωινου κουτσομπολιου, την ενοχλουσε η αδιακριτη συμπεριφορα της Φιλιος.
<<Φιλιο ασε με, δεν εχω ορεξη να καταναλωσω το χθεσινο μου ραντεβου παρεα με τα βραστα αυγα που μου εφτιαξες>>.  Η Μαρια τεντωθηκε απο την θεση της. Ξεροντας τις αναπαντεχες αντιδρασεις της Πατι περιμενε οτι αυτη η στιγμη θα εφτανε μια μερα και δεν τις αρεσε καθολου.
<<Ελα ενταξει δεν ηθελα να σε πιεσω, οταν εχεις ορεξη τα λεμε>>
Για μια στιγμη δεν μιλησε καμια, η σιωπη βαρυνε την ατμοσφαιρα και το κλιμα του τραπεζιου χαθηκε σαν λευκη πινελια του ζψγραφου στο βαρυ κλιμα του καιρου εξω. Η Πατι γνωριζα οτι η φιλιο ετρεφε   ενα ειδος ζηλιας προς αυτην και για την εξωτερικη της εμφανιση αλλα και για οτον τροπο αντιμετωπισης της ζωης.
<<Και σημερα ετσι θα ειναι ο καιρος, μουντος και ψυχοπλακωτικος, οπως ολη την εβδομαδα. Το ακουσα στις πρωινες ειδησεις>>. Η προσπαθεια της Μαριας να αλλαξει το κλιμα στο δωματιο δεν εφερε καρπους.
<<Παω να βαλω κατι πιο ταιριαστο με τα παππουτσια μου>>. Η Πατι πηρε τον καφε στο χερι και χαθηκε στο υπνοδωματιο της. Εκατσε με μαζεμενα τα γονατα στο κρεβατι και σκεφτηκε οτι ισως επρεπε να ηρεμησει λιγο. Η νευρικοτητα κυριευσε σωμα και μυαλο. Η μερα ειχε φτασει, και σε στις 11 επρεπε να τηρηση την νομοθεσια και να υπακουσει στις διαταγες του γραμματος που βρεθηκε στην πορτα τις δυο μηνες πριν.
'' Ελληνικη δημοκρατια, Εφετειο Βολου, Γραφειο ειδικης ανακριτριαας εφετου. Κληση κατηγορουνρνης????. Καλουμε  την  Πατυ J. Smith, κατοικο Βολου, οδος Καποδισγτριου 78, να εμφανιστει ενωπιον μας, στις?????........................................''

εψαξε στην τσαντα της και βρηκε την κασετινα των καρελια. Ανοιξε και πηρε ενα τσιγαρο, το αναψε και σακεφτηκε οτι καπνισε πολυ το προηγουμενο βραδυ. Ξαναπηρε στα χερια της τον φακελο μη πιστευωντας στο σε τι  μπελαδες ειχε μπει για δυο τρεις βρισιες που εριξε σε κατι γεροντια. Εβγαλε απο μεσα το φακελο της καταθεσης του εναγοντα.

''ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ BΟΛΟΥ, ΑΓΩΓΗ.  Αντρεα Βαρναβιδη του Γιοργου, συνταξιούχου IKA, κατ. Βολου (οδός  Καποδιστριου 78). ΚΑΤΑ της Πατυ J. Smith του Στιβεν και της Δημητρας, κατ. Βολου (οδός  Καποδιστριου 78)

Είμαι μητερα και γιαγια, και τα απογεύματα επειδή εργάζεται η κόρη μου, έχω στο σπίτι μου με τον σύζυγό μου το γιο της κόρης μας Αντρεα Βαρναβιδη, δηλαδή το εγγόνι μας ηλικίας 9 ετών σήμερα. Το εγγόνι μας συνηθίζει να βγαίνει στη γειτονιά όπου παίζει με τα υπόλοιπα παιδιά διάφορα παιχνίδια της ηλικίας του.
Στις 3 Αυγουστου 2008, και περί ώρα 11:30 μ.μ. περίπου, το εγγονάκι μου όπως και κάθε μέρα έπαιζε ποδόσφαιρο με φίλους του έξω από το σπίτι μου σε δημόσιο χώρο, παρκάκι, κατω από το σπίτι του εναγόμενου.  Την συγκεκριμενη στιγμή η εναγόμενη Πατυ J. Smith (ετών 25), καθοταν σε ενα παγκκι στην δεξια γωνια του παρκου. Τότε η μπάλα (την οποία είχε κλοτσήσει το εγγόνι μου)  το κεφάλι της. Τότε, η εναγομενη, Πατυ J. Smith, επεσε κατω φωναζοντας «Πρέπει να πάμε κατεπειγόντως στο νοσοκομείο, Εχω πάθει διάσειση». Η γυναίκα μου τότε ευγενικά απάντησε στην Πατυ J. Smith,  «Βεβαίως να σε παμε στο νοσοκομείο εμείς οι ίδιοι, αλλά πρέπει και εσυ να προσέχεις περισσότερο».  σε έντονο και άσχημο ύφος άρχισε να βρίζει τη γυναίκα μου λέγοντας της «θα βγαίνουμε στο δρόμο όποτε θέλουμε, δεν θα μας απαγορεύσεις πότε θα βγαίνουμε, μωρή εγώ είμαι κυρία και κάνω ότι θέλω» και προβαίνοντας και σε υποτιμητικές για τη γυναίκα μου ενέργειες (δηλαδή την έφτυσε).
Τότε ακούγοντας την φασαρία αυτή, βγήκα έξω από το σπίτι μου στην αυλή μου, και είπα ευγενικά και κόσμια στην Πατυ J. Smith «Τί είναι αυτά τα πράγματα που κάνετε και λέτε, δεν ντρέπεστε λίγο; Γιατί δεν αφήνετε τα παιδιά να παίξουν;». Ξαφνικά λοιπόν η εναγόμενη εμφανώς εξαγριωμένη και έξαλλη καθισε στο παγκακι και απευθυνόμενος σε εμένα, μπροστά σε όλη τη γειτονιά, τη σύζυγό μου και τα παιδιά που έπαιζαν εκεί, άρχισε να με βρίζει δυνατά και να μου λέει «Τί θες ρε μαλάκα, ρε καραγκιόζη, ρε καθίκι, πούστη, κερατά, ελα αν είσαι άντρας εδω». Αφού τότε ακουσα το βρωμερο λογιδριο της, μπήκα μέσα στο σπίτι μου όπου πήρα τηλέφωνο την Αστυνομία, η οποία ήρθε επί τόπου, και η οποία έκανε συστάσεις προς ηρεμια.
Επειδή η εναγόμενη χωρίς λόγο με εξύβρισε δυνατά, σε δημόσιο χώρο, χωρίς να την προκαλέσω καθόλου, αντίθετα μίλησα με ιδιαίτερη ευγένεια και με διάθεση τελείως ήπια. Μάλιστα, αμέτρητες φορές κατά το παρελθόν η εναγόμενη με έχει βρίσει εμένα και τη γυναίκα μου χωρίς λόγο και η αιτίες επειδή την ενοχλουν δήθεν το εγγόνι μου και τα αλλα παιδια όταν παίζουν στο δρόμο μπροστά στο σπίτι μου και στην αυλή μου. Εξάλλου, ο εναγόμενη μου δημιουργεί συνεχώς παρόμοια προβλήματα και όπως λένε και οι περίοικοι και στους ίδιους κάνει παρόμοιες πράξεις.
Επειδή από τις παραπάνω ενέργειες της εναγόμενης, συγχύστηκα και στεναχωρέθηκα πάρα πολύ, με άμεσο κίνδυνο για την υγεία μου, καθόσον έχω πρόβλημα καρδιάς, και όπως μου έχουν πει οι γιατροί, δεν πρέπει να συγχύζομαι διότι αλλιώς μπορεί να πάθω ανά πάσα στιγμή ανακοπή καρδιάς που μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στο θάνατό μου, και αυτό το γνωρίζει η γείτονας - εναγόμενη και παρόλα αυτά μου επιτέθηκε με τον πιο πάνω βάναυσο, χυδαίο, ιδιαίτερα προκλητικό τρόπο. Μάλιστα αισθάνθηκα ιδρώτα, τρεμούλα και ζάλη, και αν δεν με έπαιρνε η γυναίκα μου μέσα στο σπίτι για να ξαπλώσω και να πάρω υπογλώσσιο χάπι για την καρδιά, όπως μου λέει ο καρδιολόγος μου, υπήρχε πιθανότητα να πάθω σοβαρό ισχαιμικό επεισόδιο, και ακόμα και ανακοπή καρδιάς. Παρότι ο γείτονάς μου γνωρίζει τα προβλήματα υγείας μου, μου δημιούργησε αυτή τη συναισθηματική φόρτιση και ιδιαίτερη ψυχική και σωματική αναστάτωση, με όλους τους κινδύνους που συνεπάγονται, πράξεις που τις έκανε τελείως αδικαιολόγητα, με πρόθεση να βλάψει την τιμή και υπόληψή μου, και να θέσει παράλληλα σε κίνδυνο την υγεία μου και ακόμη και την ίδια μου τη ζωή.
Σε κάθε περίπτωση, επειδή εν τέλει με τις παραπάνω ύβρεις του ο εναγόμενος υπαίτια και παράνομα προσέβαλλε βάναυσα την προσωπικότητά μου  ως έντιμου και ευυπόληπτου πολίτη, συνταξιούχου ναυτικού, οικογενειάρχη και φιλόστοργου πατέρα και παππού, τελείως άδικα και παράνομα, καθόσον εγώ εντελώς πολιτισμένα , ευγενικά και διακριτικά, προσπάθησα να υποδείξω στη γυναίκα του το δρόμο της λογικής.
Επειδή με τα πιο πάνω το μεν με εξύβρισε και με εξευτέλισε σε μεγάλο αριθμό γειτόνων μου και συγγενών μου με χυδαίες και ποταπές φράσεις, το δε εξέθεσε σε πολύ σοβαρό κίνδυνο την υγεία μου και τη ζωή μου, αφού οπωσδήποτε έπαθα σημαντική κρίση στην υγεία μου, με εφίδρωση, τρέμουλο και ζάλη, πρόβλημα του οποίου  η εξέλιξη δεν ήταν μοιραία για την υγεία και τη ζωή μου, θα μπορούσε όμως να ήταν μοιραία εάν δεν προλάβαινε η γυναίκα μου να με απομακρύνει και να μου δώσει τις πρώτες βοήθειες και το υπογλώσσιο χάπι της καρδιάς. Άρα, πρέπει να καταδικαστεί να μου καταβάλλει  ως ανάλογη αποζημίωση για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που έχω υποστεί βάναυσα και άδικα από την παραπάνω πράξη του, που ανέρχεται στο ποσόν των 50.000 ευρώ, ποσό που είναι δίκαιο και εύλογο και ανάλογο με τις περιστάσεις και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση εμού και της εναγομένης και φυσικά και του συγκλονισμού μου ψυχικού, ηθικού, κοινωνικού, οικογενειακού, επαγγελματικού, σε σχέση με την τιμή και την υπόληψή μου και την προσωολή της υγείας μου και την έκθεσή της σε σημαντικό κίνδυνο και απειλητικό και για την ίδια τη ζωή μου. Δηλώνω δε ότι το μισό της επιδικασθησομένης αποζημίωσης εκχωρώ από τώρα στο Γηροκομείο '' Τελευταιος ασπασμος'' της Ιεράς Μητροπόλεως του Αγιου Γρηγοριου, το δε υπόλοιπο είναι εξάλλου βέβαιο ότι θα δαπανήσω στους καρδιολόγους.
Για τους λόγους αυτούς,
Με την επιφύλαξη παντός άλλου δικαιώματός μου.
Και επειδή η αγωγή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής και εισάγεται στο αρμόδιο καθ’ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο. ΖΗΤΩ. 1) Να γίνει δεκτή η αγωγή μου, 2) Να υποχρεωθεί η εναγόμενη στην πληρωμή σ’εμένα ποσού πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000€) ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μου λόγω προσβολής προσωπικότητας από τις εις βάρος μου αδικοπραξίες ως άνω, νομιμότοκα από επίδοση της παρούσας και μέχρι εξόφλησης,  3) Να κηρυχθεί η απόφασή Σας προσωρινά εκτελεστή, λόγω της φύσεως του αδικήματος και της διατάραξης και της γαλήνης και ηρεμίας μου εκτός των άλλων, 4) Να καταδικαστεί η εναγόμενη στα εν γένει έξοδα της δίκης κα αμοιβή πληρεξουσίου Δικηγόρου μου. Βολος, 8 Σεπτεμβριου. Ο πληρ. Δικηγόρος του ενάγοντα''.

<<Το κολοπαιδο, μα εβαλε σε μπελαδες τωρα>>. Μουρμησε μεσα απ τα δοντια.
<<Και 50000, που να τα βρω να τους τα δωσω. Ακου εβαλα σε κινδυνο την ζωη του επιδει τον αποκαλεσα καραγκιοζη>>. Eκατσε για πεντε λεπτα ακινητη κιτοντας ενα σημαδακι στην οροφη του δωματιουδιπλα απο την λαμπα. Παντα της θυμιζε παλαμη χεριου και αναρωτιοταν εαν καποιος ειχε αφησει τα ιχνη του στο παρελθον. Αποριες μηδμινης σημασιας μπροστα στο τι επακολουθουσε στην ιστορια της Πατυ. Στιγμες που στα βαθυ του κορμιου σου χαραγμενο το μελλον απο τον γλυπτη του παροντος σ' αφηνει μια ομορφη πικρα στο στομα που δεν μπορεις να καταλαβεις απο που προηλθε. Ειναι το μελλον που σε περιμενει και επιδτρεφει στο στομα σαν φαντασμα.

 Ζητησε απο τον εαυτο της οτι δεν θα αφησει να την εξευτελισον στις δικαστικες αιθουσες. Δεν ηθελε να αφησει οποιοσηποτε μαυροφορεμενο κυριο να κοιταξει με το βλεμμα της απεχθειας. Ουτε οποιοδηποτε σοβαροφανη δικηγορο ή περιεργο στην ιθουσα ηθελε να αφησει προς βρωση τ οειναι και προς ηδονοβλεψια το κορμι της. Η Πατυ ηταν θυληκο που δεν περνουσε απαρατηρητο στα αντρικα βλεμματα. Σε ολες τις πτυχες της ζωης ενιωθε οτι κρυβοταν ενας σκοτεινος ζωοδης ποθος. Καθε αρσενικη ευγενικη χειρονομια, καθε φιλικο χαμογελο, καθε κλεφη ματια εδινε στους αντρες που την περιεβαλλα το δικαιωμα να την φαντασιωθουν, να την κανουν δικη τους στα ονειρα τους. Ποσο χαζα σκεφοταν συμπεριφερονται οταν θελουν να σε πηδηξουν. Παιδακια που τους στερουνε το γλυκο και το κοιτανε και τους τρχουν τα σαλια αλλα δεν τολμουν να το ακουμπησουν. Σαν τα υποταγμενα σκυλια που κοιταν το κοκκαλοκαι αν δεν τους χαμογελασει το αφεντικο δεν τολμουν να του ορμηξουν. Αναρωτιοταν οτι ισως να βρισκε την αληθεια περα απο την εικονα. Σε καποιον που δεν βλεπει, ωστε να δει ευκολοτερα την γυμνη ψυχη της και οχι θολωμενος απο την καυλα να νομιζει οτι αγαπα το κορμι της.  Η Πατι ομως δεν υποταχθηκε στην αντροκρατουμενη κοινωνια που ζουσε. Δεν επαιξε το παιγιδι τους αποσκοπωντας να κανει πιο ευκολη ζωη. Ζουσε στο περιθωριο και αποφευγε σαν διαολος το λιβανι οτιδηποτε αφορουσε την μερα. Εβγαινε μονο το βραδυ παρεα με στοχαστες, ποιητες, αλκοολλικους και προβληματικους, τραβεστι και βαπορακια, τρελαμμενα φοιτητοπεδα που ξεχασαν τα ηθη τυος στα θρανια του σχολειου και φιλαρεσκους αυτοχθονες της κοινωνιας. Και τωρα σχεδον κρυμμενη σε ενα σκαλοπατι στην πισω αυλη των δικαστηριων περιμενε να αντιμετωπισει την μεγαλυτερη της φοβια αλλα και εχθρα, τον κθρο αντιπροσωπο αυτων που μισουσε. Τον κριτη  του ηθους, τον μεγα Σολωμοντα της κοινωνικης μηχανης αλλα και τον μεγα λειτουργο και καυστηριαστη των πολιτειων στελλοντας οποιον παραβει τα κιταπια του σε φυλακες του σωματος. Γιαυτο και δεν της πηρε και πολυ χρονο να παρει την αποφαση να μην παρουσιαστει. Το μονο που απεμεινε ηταν ενα μικρο λακκακι που χε κανει με τα παπουτσια της στο χωμα, τρια αποτσιγαρα στο πλαι σκορπισμενα, ενας δικηγορος που περνωντας απο διπλα του το αρωμα της χαρισε στην γυναικα του το καλυτερο σεξ που ειχαν κανει τα τελευτεα τρια χρονια και μια αιθουσα με τον δικαστη, δικηγορους και τον κ.Αντρεα Βαρναβιδη του Γεωργιου μαζι την συζηγο του και δυο τρεις ξεμπαρκους να κοιτιουνται αμιλητοι στην βουβη αιθουσα.


3

Οι τεραστιοι κοφτηρες-φλεξ των σιδεραδικων πριονιζαν συγχρονως και ττην ατμοσφαιρα. Τα σκουριασμενα ρινισματα τρυποναν στα ρουθουνια των εργαζομενων και κατακαθονταν στα πνευμονια τους, προσφεροντας τους πολυβους βηχες τα βραδυα. Κανεις δεν κοιτουσε κανενα. Ο θορυβος ειχε καταπιει ολες τις δρασεις και αντιδραρεις στο παλιο εργαστηριο. Η απολυτη σιωπη ο λευκος θορυβος προσφερει προσηλωση και συγκεντρωση το ιδιο ομως κανει και ο απολυτος, οξειδομενος απο την υγρασια της θαλασσας θορυβος. Δυο εργατες  συζητουσαν φωναχτα για κατι, κανεις δεν καταλβε ομως, μονο τα φωνηεντα καταφερναν να xefigoun απο την βουη τοων σιδερων.
<<Στρατο, ε Στρατο>>. Ο Στρατος εβγαλε την μασκα του απαραιτητη για την συγκολληση .................................. Οι απειρες σπιθες σταματησαν να πετιουνται  προς ολες τις καυευθυνσης.ν
<<Με φωναξες?>> .
<<Σταματα  την συγκολληση. Φυγε, τραβα σπιτι η που θες να πας. Εσαι απο τις 7 εδω>>
<<Ο Στρατος κοιταξε το μεγαλο ρολοι που κρεμοταν στο τοιχο. Ειχαν περασει δεκα ωρες απο την πρωινη του εισοδο στο σιδεραδικο. Βγηκε λιγο το μεσημερι και εφαγε ενα σαντοθιτσ με τονοσαλατα, κοιταξε λιγο τα συννεφα που ολο και μαζευονταν πανω απο το κεφαλι του μαυριζοντας το οπτικο του πεδιο και ξαναχωθηκε μεσα παλι.
<<Αντε δεν πανε πουθενα, και αθριο εδω θα τα βρεις. >>
Ο Στρατος διορθοσε κατι τελευταια για κανενα δεκαλεπτο, εσβησε τα μηχανηματα του????
και εφυγε. Στο λεοφορειο προς το σπιτι, τηλεφωνσε στην Πατυ. Δεν του απαντησε. Ηταν νευρικος το προηγουμενο βραδυ. Δεν περιμενε μια τοσο ωραια και σπιρτοζα γυναικα οτι θα του εδινε σημασια και ενιωθε εξω πο τα νερα του. Τα πηγαινε καλα με το αντθετο φυλο. Στις γυναικες αρεσε η γεροδεμενη ψηλη κορμοστασια του και τα γαλαζια του ματια. Πιο πολυ ομως τις τραβουσε ο ατομητος του χαρακτηρας, σιγουρια και η ασφαλεια που απεπνεε το αρχαιελληνικο του μοτιβο. Η Πατυ ομως ηταν αλλη ιστορια για αυτον. Ηταν γυναικα φτιαγμενη για μεγαλα πραγματα. Συνδιαζε ομορφια, χαρη, ταπεραμεντο και αχανης σεξουαλικοτητα, πραγμα διαφορετικο απο τα χαζοχαρουμενα κοριτσακια που τον χαλβαδιαζσν. Ακριβως για αυτο ηταν εξω απο τα νερα του,  ειχε κατι πολυ διαφορετικο να αντιμετωπιση, ενα αγριο ατι να δαμασει. Ενιωθε οτι μια λαθος κινηση θα την εστελνε μακρια, στα μονοπατια της αδιαφοριας και αναρωτιοταν τι την προσελκυσε. Μια παραδοχη που ειχε κανει και του φαινοταν και η πιο λογικη, ηταν η ιστορια του δευτερου ηρωα. Του ηρωα της πολης, του σκληραγωγημενου παιδιου που ζει με γενναιοτητα στον αστικο ιστο, δεν παραμυθιαζεται με ατεκνες συνηθειες, ουτε παρασυρετε στο χειμαρρο συνηδησεων, αλλα κρατα χαρακτηρα, εμπνεει σεβασμο, ευγενικος αλητης. Ο Στρατος μπηκε στο σπιτι κατακοπος απο την σκληρη δουλεια. Εξω ειχε σουρουπωσει και ο καιρος δεν ελεγε να βελτιωθει. Εβγαλε τα λερωμαενα απο σκουρια ρουχα, τα πεταξε στο πατωμα και μπηκε κατω απο το καυτο νερο να ξεπλυνει την δικη του σκουρια. Στις δεκα το βραδυ χτυπησε το τηλεφωνο του. Ηταν η Πατυ.
<< Γεια σου Στρατο>>
<<Γεια σου Πατυ, πως εισαι>>
<<Δυσκολη η ερωτηση σου και η α[παντηση νομιζω θα σε σοκαρει>> Ο Στρατος δεν καταλαβε τον ειχα παρει βαρια ο υπνος στον καναπε και οι συνηδητες του λειτουργιες δεν επανηλθαν σε κανονικο επιπεδο.
<<Βασικα θελω να σου ζητησω μια τεραστια χαρη. Θα μπορουσες να με φιλοξενησεις αποψε>> Αναπηδησε στην θεση του και εκατσε οκλαδον στο καναπε. Τι χαρη ειναι αυτη σκεφτηκε. Αυτο ειανι η επιτομη των ονειρων καθε αντρα.
<<Γιατι τι εγινε>> Ρωτησε καπως αδιαφορα μη θελοντας να δειξει την χαρα που τον περιεβαλε εκεινη την ωρα. Η Πατυ του εξιστορησε ολη την υποθεση. Ο γεος που εβρισε και το μαλακισμενο με την μπαλα, το δικαστηριο και η ατροπος φυγη της.
<<Φοβαμαι οτι θα με ψαξουν και δεν θελω να βρεθω. Εισαι ο μονος που δεν θα υποπτευθε κανεις οτι κατεφυγα. Ουτε ακομα και οι συγκατικοι μου. Μου τηλεφωνησαν πολλες φορες οτι με εψαχναν στο σπιτι και πραγματικα θελω να εξαφανιστω απο ολους και ολα. Γι αυτο σε ρωταω>>
<<Να ερθεις, θα κοιμηθω εγω στο καναπε και εσυ μπορεις να ξαπλωσεις στο κρεβατι μου. Πες μου ομως που εισαι, θα ερθω μεχρι εκει να σε παρω>>. Ειμαι σε τηλεφωνο του δρομου, κοντα στυο Μαντορινι.

Ερχομαι τωρα.

Και ο στρατος πηγε πηρε την πατι και την πηγε σπιτι του. Και ολα εγιναν οπως τα συμφωνησαν. Κοιμηθηκε αυτη συτο καναπε και αυτος΄.......

Αβάφτιστο και άτονο 1

1.

Το τεραστιο λεπιδοπτερο ονμαζομενο ως "νταβανι" στην τοπικη διαλεκτο, απογειωθηκε μεσα απο τα ψηλα χορταρια που ειχε παρει τον μεσημεριανο του υπνακο. Αρχισε να πετα αναμεσα απο τις πολυαριθμες κορυφες των αγριοχορτων, να περνα με δεξιοτεχνια μεσα απο τις αγριοτριανταφυλιες και που και που να αποφευγει τους τεραστιους κορμους των ελαιοδεντρων. Τα νταβανια αν και μοιαζουν με μυγες, δεν εχουν καμια σχεση με αυτες. Ειναι πολυ πιο μεγαλα με αεροδυναμικη γραμμη, σκληρα χαρακτηριστικα, με ασημι χρωμα που γυαλιζει στον ηλιο. Τα νταβανια ειναι η απολυτη εξελιξη της μυγας, ειναι πιο γρηγορα με τρομαχτικη οψη και παρολο που δεν τα ν9ιωθεις οτν προσγειωθουν στο ορμι σου, το δαγκωμα τους ποναει. Τελοσπαντων το συγκκριμενο εντομοπολεμικο περασε μεσα α[πο τον ελαιωνα και αρχισε να ανεβαινει την πλαγια. Εκει, καμια εβδομηνταρια μετρα πιο ψηλα βρισκοταν ο ασφαλτοδρομος. Εκει που βρισκοναν τα τεραστια ορθογωνια κινουμενα που ειχαν φαει νταβανια και νταβανια. Προς τα εκει πηγαινε το θαραλεο εντομο. Ανεβηκε στο επιπεδο του δρομου πετωντας κατα μηκος της γκριζας γραμμης του. Ξαφνικα ενας λαιμός ηρθε και το συναντησε, σε μια συναντηση μοιραια.
- Ααααααααααααα........
Φωναξε το στομα που βρισκοταν λιγο πιο πανω απο το λαιμο.
- Γαμω την ........
Σταματησε το παλιο διτροχο που οδηγουσε. Κατεβηκε και επιασε το λαιμο του.
- Τι ηταν αυτο το τερας που χτυπησα;
Σκεφτηκε, και την ιδια στιγμη η θεα απο το μερος που  ειχε σταματησει του ειχε απορροφησει καθε ειδουε πονο και προσοχη.
Απο κατω απλωνονταν οι ελαιωνες μεχρι που το κυμα τους εκοβε την φορα και το γαλαζιο αναμιγνυετω με τους λευκο των αφρων των κυματων καταληγωντας στον οριζοντα σε ενα βαθυ μπλε που καμια παλεττα  δεν καταφερε να δημιουργησει. Τα ελαιοδεντρα δεν βρισκονταν σε οποιονδηποτε ελαιωνα. Δεν ηταν οποιεσδηποτε συνηθισμενες ελιες. Ηταν βαθια ριζωμενες σε αυτην την παναρχαια γη. Ειχαν γραπωθει τοσο δυνατα απο το αφρωδες χωμα που με τα χρονια εγιναν πετρα. Πετρωσαν σαν τα βραχια που κρεμονταν απο το λοφο. Δεκαδες ψυχεδελικα αγαλματα ειχαν πετρωσει στα χωραφια αυτα, με απλωμενες τις ριζες τους τοσο βαθια που ειχαν δημιουργησει ενα αδιαπεραστο υπογειο πλεκτο. Ηταν σαν ολοκληρη η γη να ειχε γραπωθει απο αυτο το μικρο κομματι της. Ο εκμηχανοποιημενος καβαλαρης κατεβηκε απο το διτροχο του, και κοιτουσε με περιεργεια τον ελαιωνα που βρισκοταν απο κατω του, κρατωντας τον ερεθισμενο απο το χτυπημα λαιμο του.
- Πρεπει να εφτασα.
Σκεφτηκε.
 Κοιταξε γυρω του, ειδε το δρομο να χανεται σε μια στροφη, ειδε το βουνο σχεδον να αιωρειτε απο πανω του και το μικρο χωριο της Μαρραχης να προσπαθει με νυχια και με δοντια τοσους αιωνες να γραπωθει και να κρατηθει στην πλαγια για να μην γλιστρησει. Στην στροφη μπροστα του στο χειλος του γκεμου βρισκοταν ενας μπετονενιος κυβος με χαραγμενα πανω του γραμματα με πολυ ατσαλο τροπο.
" Ανθρωπε μολις γεννηθεις, παιρνεις τον δρομο της επιστροφης
  ακου, και πιστεψε το.
  Ειν' νομος που ψηφιστηκε που το καιρο που ο κοσμος κτιστηκε
 και δεν υπαρχει βετο".
Ενα μικρο ζεστο χαμογελο ζωγραφιστηκε στα χειλη του.
- Τα καταφερα.
Σκεφτηκε. Εσπρωξε το σκονισμενο βασανισμενο διτροχο σε μια ακρη οπου ξεκινουσε ενας χωματοδρομος που τον ειχαν σκεπασει πυκνοι θαμνοι. Αρχισε να το τσουλαει σιγα σιγα στην αρχη και αφου ειχε αναπτυξει ταχυτητα με μια δυνατη σπρωξια το ηρωικο μηχανημα κατεληξε στις πυκνες αγριοτριανταφυλιες που εζωναν τον δρομο. Ο πρωην καβαλαρης εβαλε το μικρο κοκκινο σακκιδιο του στην πλατη και μαζι ξεκινησαν να κατηφοριζουν τον δρομο μετα την σροφη. Ο δρομος απο τον παλιο ελαιωνα στην παραλια,  που τοσα χρονια αναζητουσε, δεν ηταν μεγαλος. Κατηφοριζε αποτομα στα 500 μετρα εστριβε αποτομα 270 μοιρες και ξαναστριβε και ξανασριβε και ξαναστριβε μεχρι που στην τελευταια στροφη βρισκοσουν σε μηδενικο υψομετρο μπροστα σε μια τεραστια ευθεια διαδρομη να περιμενει να δεχτει τα χναρια σου.


Διαδρομη
Η εκκινηση απο σημειο Α ή Χ ή Ψ ή ακομα και Ζ αν ερχεσε απο ψηλα, με σκοπο τον προορισμο στο σημειο Β.
Α Β
Υπαρχουν πολλων τυπων διαδρομες, ευθειες διαδρομες, με στροφες, ανηφορικες, κατηφορικες, μεγαλες διαδρομες, διαδρομες που κανεις δεν εχει φανταστει, διαδρομες που χαθηκαν πολλοι διαδρομες που τα παρατησαν πολλοι. Διαδρομες ζωης, διαδρομες προς την ζωη και διαδρομες προς τον θανατο, διαδρομες που δε σε βγαζουν πουθενα και διαδρομες που σε βγαζουν σε μερη μαγικα. Καθε διαδρομη ειναι απο μονη της μια ζωη. Εχει ανηφορες, κατηφορες, σημεια με θεα, σημεια ξεκουρασης, λουλουδια και σαπισμενα φυλλα, ηλιο και βροχη. Καθε ζωη εχει και τελος. Καθε φορα που φτανεις στο σημειο Β μια μκρη ζωη τελειωνει. Το τελος καθε διαδρομης ειναι ενας μικρος θανατος, το τελος καθε σου ενεργειας ειναι ενας μικρος θανατος. Ο θανατος ειναι η τελευταια σου ατελης ενεργεια.
2.
Μικρα, μικρα, μικρα σταγονιδια θαλασσινου νερου που ο αερας τσακισε στα κοφτερα βραχια, κατεληξαν στο προσωπο του Κας και αμεσως εξαφανιστηκαν απο την αχορταγη πεινα του ηλιου, αφηνοντας μονο μικρα σημαδια αλατιου στο δερμα. Ειχε σχεδον καλυψει την  μιση αποσταση της μεγαλης ευθειας και πλησιαζε ολο και περισσοτερο στο μεγαλο βραχο στο τελος της και στην παραλια που αναζητουσε. Ο ηλιος ολο και πιο πολυ δυναμωνε. Ο αιωνιος εχθρος του ταξιδιωτη κατα την διαδρομη του αλλα και ο καλυτερος του φιλος οταν μετατρεπει το πρωινο κρυο σε γλυκια ανακουφιση, ειχε βαλθει να σταματησει οποιο επιδοξο ταξιδιωτη προσπαθουσε να περασει την μεγαλη ευθεια για να φτασει στο βραχο και να ανακαλυψει τα μυστικα που κρυβονταν πισω απο αυτον. Τιποτα ομως δεν πτοουσε τον Κας απο τον στοχο του. Μαζεψε οση υπομονη και δυναμη ειχε, το βημα του εγινε πιο ταχυ και ο πριν μιση ωρα μικρος στον οριζοντα βραχος, αρχισε να μεγαλωνει, να γιγαντωνει και τα σκαλια που ειχαν λαξευτει πανω απο τα χιλιαδες χναρια που τον περασαν αρχισαν να αχνοφενονται σαν παραισθησεις μεσα στην αυγουστιακη ζεστη. Στα αριστερα του απλωνονταν σκονισμενοι ελαιωνες με μεγαλες στρουμπουλες ελιες, που εκανα το δεντρο να υποφερει απο το περισσιο βαρος, περιμενωντας το φθινωπορο και τον αιωνιο κυκλο της ζωης να τις ξαλαφρωσει. Σιγα σιγα, κοιτωντας πιο ψηλα, την θεση των ελαιοδεντρων αρχισαν να κλεβουν φτερες πευκα και αγριοτριανταφυλιες μεχρι τους προποδες του βουνου, που αποτομα ξεπεταγοταν μεσα απο το τοπιο και υψωνοταν προς τα πανω, ικανο να φιλοξενησει απο λεπτεπιλεπτες και ντελικατες οξιες μεχρι γερικα ζαρωμενα γιγαντια πλατανια. Στα δεξια του κοφτερα βραχια αρχισαν να λιγοστευουν και να αφηνουν να κανει την εμφανιση της η αμμος.
Περιεργο, το ποσο ωραια συμπεριφερεται η θαλασσα στην αμμο, την χαιδευει και την ταξιδευει, αλλωτε παιρνωντας την στην αιωνια ηρεμια του βυθου της και αλλοτε εναποθετωντας την σε αλλες ακτες, αλλοι εραστες ειναι ετοιμοι να αποδεχτουν το βαρος της. Περιεργο το ποσο βιαια συμπεριφερεται στα βραχια ή σε οτι προσπαθησει να μπει να μπει εμποδιο στην θεληση της. Ο Κας ενω ειχε αρχισει να συλλογιζετε την αλλοπροσαλλη διπρωσοπια της θαλασσας ειχε ηδη αρχισει να ανεβαινει τα σκαλια στο βραχο που λιγη ωρα πριν φανταζε τοσο μακρια. Ανεβαινε πολυ γρηγορα δυο δυο τα σκαλια μεχρι που εφτασε μεχδρι την κορφη του βραχου. Με μεγαλη απογοητευση καταλαβε οτι η παραλια που αναζητουσε δεν ηταν αυτο που φανταζοταν αλλα το τοπιο που αντικρισε ηταν πολυ μακρια απο τις καρτποσταλικες του φανασιωσεις του, με φοινικες, ηλιοκαμενα γυμνοστηθα κοριτσια και αβαθη γαλαζοπρασινα νερα ως που φτανει το ανθρωπινο ματι. Αμεσως ξεχωρισε τρια χρωματα να δεσποζουν στο τοπιο. Το μπλε της θαλασσας, το κιτρινο της αμμου και το πρασινο των βατων.

 Μια ευτηχης συναντηση
Στα τεσσερα του ειχε κανει την μεγαλυτερη ανακαλυψη, την ανακαλυψη των ανακαλυψεων. Κατι που τον εεκανε να τρεξει στην μανα του να περηφανευτει. Αναμιγνυωντας νερομπογιες μοια μερα, καταλαθος επεσαν μερικες σταγονες μπλε βαθυ χρωμα στο κιτρινο. Πρασινες βουλες εμφανιστηκαν στην κιτρινη μπογια αφηνοντας τον εκπληκτο απ' την παραξενη εξελιξη που ειχε παρει η μερα του. Δεν χρειαστηκε πολλης χρονος ωσυτε να δημιουργηθουν λιτρα πρασινης μπογιας, διαφορετικων αποχρωσεων και τονισμων φτιαγμενη με κοπο και πειραματισμο.


3.

Χαραγμενη στους λαβυρινθους του εγκεφαλου του αυτη η μεγαλη μερα, αντικριζοντας τα τρια κυριαρχα χρωματα, βρικε τον δρομο της και επανηλθε στην προσωρινη του μνημη στο προσθιο μερος του κεφαλιου του. Συντομα επανηλθε στην πραγματικοτητα απο  τις κινησεις των κατοικων της παραλιας. Τους παρατηρησε λιγο απο την κορυφη του βραχου, καταλαβε οτι κανεις δεν του εδωσε καμικα σημασια και αρχισε να κατεβαινει τα σκαλια απ' την αλλη μερια του βραχου, την μυστικη πλευρα του. Στο τελευταιο σκαλι, σταματησε, εβγαλε τα παπουτσια του και πατησε με γυμνα ποδια στην αμμο. Αμεσως οι πατουσες του εγιναν δεκτες μιας προτογνωρης ενεργειας για το κορμι του. Το σωμα του ηταν καλος αγωγος της ενεργειας αυτης. Περασε απο τις πατουσες του, περασε μεσα απο το στενο τουνελ των κοκκαλων του, με ταχυτητα βγαλμενη απο ενα παραλληλο συμπαν, οπου ο χρονος και ο χωρος εχουν διασταλει και διαστρεβλωθει μακρια απο τους ατσαλενιους νομους της φυσικης. Περασε μεσα απο το μοιριαιο οστο, την λεκανη, την ενιωσε στα σωθικα του, στο στερνο του, εκανε την καρδια του να χτυπα πιο σταθερα και με σιγουρια, σαν καλοκουρδισμενο ρολοι, το συκωτι του αρχισε να εκκρινει περιεργες ουσιες, περασε μεσα α[πο την σπονδυλικη του στηλη και απο το σβερκο του και κατεληξε στον εγκεφαλο του, σε ενα παρτυ αισθυσεων που καθε χημικος, φυσικος ή ψυχολογος θα ηθελε να παραστει, χωρις ομως να τα καταφερει.

Χημικοι, φυσικοι, ψυχολογοι*
Ουτε προκειτε ποτε να καταφερουν να μπουν σε ενα τετοιο παρτυ. Το κεφαλι τους εχει εμποτιστει τοσο πολυ με επιστημη και γνωση που εχει διαρρευσει και σφαιτεριστικα εκδιωξη την ηδη υπαρχουσα πρωταρχικη αυθορμητη στο d.n.a γνωση. Για να ειμε πιο ξεκαθαρος και επιδιχτικα μνησικακος, ας μιλησουμε συγκεκριμενα για τους ψυχολογους και ας αφησουμε τα προσχηματα προς την επιστημη. Το αποστειρωμενο τους περιβαλλον και η επικτητη  γνωση που τους δινεται, δημιουργει ενα αμαλγαμα ευτηχισμενου ανθρωπου και μιας σκουριασμενης αλυσιδας οπου ο καθε κρικος, η καθε πτυχη της ζωης, προδιδει τον επομενο μεταφεροντας την σκουρια στην ετσι και αλιως προδιαγεγραμμενη τους πορεια.

* Μην απορειτε και μην πολυσκεφτεστε τι εννοω με την αστρικη τελευταια παραγραφο. Γραφτηκε υπο την επιρροια μεγαλης ποσοτητας αλκοολ και πολλων γραμμαριων κανναβης. Ακομα και εγω οταν το ξαναδιαβασα την επομενη μερα δεν καταλαβα τι ακριβως ηθελα να πω και ακομα απορω και προσπαθω να την αποδικοποιησω. Ισως και να μην εχει κανενα νοημα, ισως και να κρυβει αληθειες. Δεν ξερω. Δεν θελω να πατησω ενα κουμπι και να την διαγραψω γιατι το συνηδητο μου δεν  μου επιτρεπει να την καταλαβω. Ετσι κι αλλιως την βραδια της συγγτραφης της το ειχα καταστρεψει με ουσιες αφηνοντας μονο χωρο στο υποσεινηδητο. Νομιζω αυτο ειναι και το νοημα της παραγραφου, να ελευθερωσεις το μυαλο σου απο της αλυσιδες τις λογικης και να αφησεις τον εγκεφαλο σου σε αμεση συνεργασια με τον καρπο σου και την πεννα σου και ας γραφτουν ασυναρτησιες. Μονο και μονο που πηγαζουν απο μεσα σου εχουν μια απολυτη ειλικρινια που κανει την καλυτερη πεννα να υστερει συναισθηματος. Και ας παν να γαμηθουν οι ορθογραφοσυνταξιολαγνοι.

Η ενεργεια που τον ειχε συνταραξει

Το σοκ που υπεστη τον εθεσε σε ακινησια, κοιτουσε τα ποδια του καθως ριγη τσουναμι διαπερνουσαν το κορμι του. Η ενεργεια που τον ειχε συνταραξει εκανε τις τριχες του να να σηκωθουν κοιτωντας τον ηλιο, τα χειλη του να σουφρωσουν και παραληλλες ζαρες εμφανιστηκαν σε αυτα ενω μικρες βελονες τον τσιμουσαν ελαφρα στην πλατη. Το συναισθημα αυτο, το ανεξηγητο, το ακατονομαστο κατι του ειχε αλλαξει για παντα μεσα του. Ενας διακοπτης ειχε ανοιξει απο την στιγμη που αφησε την πρωτη του πατημασια στην αμμο και ο διακοπτης χαλασε για παντα, καταδικασμενος να μεινει ανοιχτος αιωνια. Οσοι προσπαθησαν να τον κλεισουν τρελλαθηκαν, οσοι προσπαθησαν να τον αγνοησουν ξεχασανε τον ιδιο τους τον εαυτο, οσοι τον λατρεψαν φτιαξανε κουκουλια απο μεταξι και απο μεσα βγηκαν ασχημες, αρρωστημενες, αχρωμες  πεταλουδες που σε μερικες ωρες πεθαναν. Κοιταξε γυρω του. Οι κατοικοι της παραλιας αφου τον περιεργαστηκαν για λιγο συεχισαν τις αργοσχολες εργασιες που επινοουσαν καθε μερα μεχρι να δυση ο ηλιος. Ενα κοριτσι ξεκινησε να ρχεται προς το μερος του. Αυτο τον ξυπνησε απο τον ληθαργο που ειχε πεσει στην πρωτη του επαφη με τον καινουργιο κοσμο που ανακαλυψε. Το κορμι του αμεσως τεθηκε σε επιφυλακη, το σωμα του με δικη του πρωτοβουλια αλλαζε συνεχως στασεις μεχρι να βρει την καταλληλη να αντιμετωπισει για πρωτη φορα αυτον τον καλοδεχουμενο εχθρο που ερχοταν προς το μερος του.
- Γεια σου, βλεπω τα καταφερες και μας βρηκες. Ειναι πολλοι που δεν τα καταφερνουν ποτε ειναι και αλλοι που δεν ξερουν καν οτι υπαρχουμε. Εσυ πως μας βρηκες; Ποιος σε οδηγησε εδω;

- Η αληθεια ειναι οτι εψαξα παρα πολυ και δυσκολευτηκα να τα καταφερω, αλλα τωρα που σας βρηκα θα προσπαθησω να φανω ανταξιος στην κοινωνια σας.

Ειπε ντροπαλα και με το που τελειωσε  την ολο υποσχεσεις μικρη ομιλια του, κοκκινισε σαν παντζαρι απο την ντροπη του.

- Πως σε λενε;

- Κας

- Κας, μην αγχωνεσε, σε κανενα δεν ανηκει η κοινωνια αυτη, απλα να εισε ο εαυτος σου και να μην δειλιασεις ουτε και να παρασυρθεις. Εγω αυτο μονο εχω να σε συμβουλεψω. Τραβα τωρα προς την αλλη μερια της παραλιας ειναι πιο ωραια, θα δεις.

Το μυστηριωδες κοριτσι περπατησε προς την θαλασσα, χωρις να πει αλλη κουβεντα και αρχισε τα παιχνιδια με τα κυματα, χωρις να του δωσει αλλη σημασια. Ψυχραιμος τωρα, με μεγαλυτερη αυτοπεποιθηση στο προσθιο μερος του εγκεφαλου του, κατατρομαγμενος στο πισω και με τεραστιο ενθουσιασμο στην καρδια τουξεκινησε προς την αλλη μερια της παραλιας. Η αμμος εκανε το περπατημα δυσκολο. περπατουσε κατα μηκος της ακτογραμμης με το κεφαλι στραμμενο προς του καινουργιους ανθρωπους που εμφανιζονταν μπροστα του. Ολοι βρισκονταν στο πανω μερος της παραλιας οπου οι πυκνοι ψηλοι θαμνοι προσφεραν ενα απο τα πολυτιμοτερα αγαθα της μικρης κοινωνιας τους, τον ισκιο. Πρωτα ειδε τον Μακ. Ο Μακ ζουσε για πολλα χρονια εκει. Ολοι τον ηξεραν με το ψευδονυμο ' ο ταχυδρομος '. Πραγματι ηταν ταχυδρομος στο παρελθον για μερικα χρονια. Ξυπνουσε το πρωι, επινε καφε, ετρωγε ενα υποτυπωδες πρωινο, ξεκινουσε με ενα παπακι για την δουλοεια του, καλημεριζε τους παντες αφου εφτανε, ξεχωριζε με προσοχη τα γραμματα και υπολογιζε την διαδρομη που θα ακολουθουσε ωστε η παραδοση να γινει οσο το δυνατο πιο γρηγορα και αφου τα εβαζε στην καταλληλη σειρα, προσθετε στην στιβη γραμματων τα δικα του που τυχαιναν ειδικης μεταχειρισης. Τα ανοιγε προσεχτικα με ενα μικρο μαχαιρακι, τοποθετουσε μεσα τα γραμμαρια πρεζας που του ειχαν παραγγειλει τα σφραγιζε και αρχιζε την διανομη του. Στο πρωτο σπιτι γραμμα απο τον πατερα που ειχε φυγει για δουλεια σε αλλη χωρα, στο δευυτερο η μηνιαια συνδρομη περιοδικου στον καλοπληρωτη, εναλλακτικο, καλομαθημενο φοιτητη στο τριτο σπιτι ενα μικρο πακετο, οχι σχετικα ελαφρυ, μεκαθαρογραμμενα μεγαλα γραμματα αποστολεα και παραληπτη και γραμματοσημα που τοποθετηθηκαν με τρομαχτικη ακριβεια, στο τεταρτο σπιτι λογαριασμος νερου με ενα μικρο φιξακι επισυναμμενο. Λες και η εταιρια νερου το εκανε δωρο στους πελατες της. Ετσι κυλουσαν οι μερες του τον καιρο εκεινο. Τωρα πλεον ειχε σταματησει να παιζει το ρολο του ταχυδρομου με τα οπιουχα γραμματα και ειχε καταληξει στο να κοιτα την παραλια και να περιμενει να βραδυασει.  Διπλα στον Μακ ειχε απο καιρο εγκατασταθει ο Αρης. Χρονια στην φυλακη και με το που αφεθηκε ελευθερος αποφασισε να; αφησει την παλια αντιδραστικη, αστατη ζωη του και να αφιερωθει στις μικρες ασημαντες για πολλους αλλα ζωτικης σημασιας για αυτον μικροασχολιες του. Ηταν σε ολη την παραλια γνωστος για την περιφημη παρανομη μαγηειρικη του και συγκεκριμενα για τις ξακουστες παρανομες μακαροναδες του αφου ολα του τα υλικα ηταν κλεμμενα απο παντωπολεια και μπαξεδες των διπλανων χωριων. Η καθημερινοτητα του περιοριζοταν στην πρωινη του βολτα στα γυρω χωρια για ψωνια και αφου ειχε διαγραψει την ολη την λιστα που το πρωι εφτιαχνε στο μυαλο του ξανακατηφοριζε προς την παραλια, μαγειρευε και φυλευε οσους τον πλησιαζαν. Το ψιλολιγνο παρουσιαστικο του, τα μακρια ισια μαλια του και το αφυσικα παντα γαληνιο προσωπο του σε συνδιασμο με τις πολλες ζωγραφιες απο την φυλακη στο δερμα του, του προσεδιδαν μια αρχηγικη οψη και παρα την ολη μοναχικη ζωη του, η θεση του στην παραλια ηταν πολυ σημαντικη για τους υπολοιπους. Καθως τα ποδια του βυθιζονταν στην αμμο και ξαναεβγαιναν στην επιφανεια της, Ο Κας κοιτουσε τον Αρη και ενιωσε δεος μπροστα στο παρουσιαστικο του. Δεν θεωρησε οτι επρεπε να τον φοβαται, δεν ειχε και τρομαχτικη οψη αλλωστε, απλως χαμηλωσε τα ματια του και προχωρησε χωρις να ξανακοιταξει προς το μερος του. Ισως να καθρεφτιστηκε μπροστα του ενα προτυπο του μελλοντος, ισως παλι να ηθελε να ηταν διακριτικος στις πρωτες του επαφες ματιων στο καινουργιο του σπιτι. Ηταν πολυ μικρος ακομα για να ξερει.


4.
Τον μικροκοσμο της παραλιας ειχε συνταραξει το καινουργιο γεγονος. Στην κλιμακα ενος μυρμηγκιου, μιας σφηκας, μιας ψειρας ενος κοκκου αμμου οι αλλαγες ηταν τρομαχτικες. Στην ανθρωπινη κλιμακα κατα το περπατημα ενος ανθρωπου ενα βημα δεν θεωρειτε σημαντικο, εκτος αν ειναι " ενα μικρο βημα για τον ανθρωπο". Περνωντας ομως στην μικρη κλιμακα, πρωτα το πελμα συνθλιβει και παραμεριζει την αμμο, δημιουργωντας μια τεραστια λακουβα, στην συνεχεια η πατουσα ερχεται και πλακωνει χιλιαδες κοκκους αμμου αλλαζοντας μια για παντα την πορεια της ασημης ζωης τους. Καθως σηκωνεται ολοκληρο το ποδι μικροσκοπικα αψυχα και εμψυχα οντα γινονται τροφη για τα παιχνιδια του ανεμου που τα μεταφερει σε μερη που ειναι καταδικασμενα, τα ξεθαβει απο την δροσια εκατοστα κατω απο την επιφανεια της αμμου και τα αφηνει να τα καψει ο ανηλεης ηλιος. Και ενω τρομαχτικες, κοσμογονικες αλλαγες λαμβαναν χωρα στην μικροκοινωνια, στην κοινωνια των τεραστιων πολυκυτταρικων οργανισμων κυριαρχουσε απολυτη σιγη. Η θαλασσα ειχε ηρεμησει και ο αερας ειχε κοπασει. Κυριαρχουσε μονο η εκκωφαντικη καψα του ηλιου και τα τρισεκατομμυρια των τζιτζικιων με το ασχημο τραγουδι τους. Δεν ξερω ποιο ηταν χειροτερο απο τα δυο. Η Νασντι χαιρετησε τον Κας. Σηκωσε το χερι οσο ποιο ψηλα μπορουσε ανοιξε την παλαμη τεντωσε τα δακτυλα και με ενα σχεδον στρατιωτικο χαιρετισμο κουνουσε την παλαμη της. Ο Κας της ενεψε ωτροπαλα με το κεφαλι.
''Φιλικη μου φενετεαι''
Σκεφτηκε
Η Νασντι κατειχε και οχι αδικως την θεση του ξωτικου. Αξια απογονος της γενιας των  παιδιων των λουλουδιων. Το μικροσκοπικο απο κοσμο του Τολκιν κορμι της ηταν καλλυμενο απο πολλων λογιων κομματιων ρουχου, καθε λογης υφασματος και χρωματισμου σε συνδυασμο με αμετρητα μπιχλιπμιδια, σουλαρικια, βραχιολια και ο,τι αλλο δημιουργησε η ανθρωπινη εφευρετικοτητα προς καλλοπισμο. Η ιδια μετα απο την κακη χρηση οπιουχων και παρεσθησιογονων ουσιων, πιστευε οτι η Ταιτινη Θεα των λουλουδιων ηταν η μητερα της οπου και την γεννησε σε ενα καλλειδοσκοπιο  που πειρατικα πλοια ειχαν ξεχασει τις παλιες καλες εποχες των εξερευνησεων σε τροπικα νησια του ειρηνικου. Ολοι την πιστευαν, ετσι κι αλλιως δεν τους επεφτε και λογος. Αφου τελειωσε την τελετη καλοσορισματος επεστρεψε στο καταφυγιο της που την προστατευε απο τον δυνατο ηλιο. Περιμενε και αυτη τη νυχτα για να ξετυπωσει απο το λαγουμοι της.




Θα το ονόμαζα ελευθερία αλλά δεν μ' αρέσει

Η ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς  φυλακή,

Προστάτεψε τις λιγοστές στιγμές που την ένιωσες σαν λαβωμένο σπουργίτι,

αυτές που σε έκαναν να καταλάβεις ότι είναι υπαρκτή,

ότι κινείται κάπου στο σύμπαν και οι πορείες σας κάπου στο άπειρο του χρόνου συμπίπτουν,

είναι ο θεματοφύλακας της ύπαρξης σου,

και τροφή για το θηρίο που λέγεται ζωή,

μην ξεπουλήσεις τις στιγμές αυτές,

δεν είναι προς κατανάλωση,

υπάρχουν σε ένα παράλληλο σύμπαν ουτοπίας,

και αν δεν ξέρεις πως να τις ξεχωρίσεις,

πως να ξεδιαλέξεις τις ίδιες σου τις πράξεις,

θα σε χτυπήσουν τόσο δυνατά,

που τα γόνατα σου θα λυγίσουν,

το κεφάλι θα στριφογυρίσει,

και εκατομμύρια χρωματιστές, γλυκιές ορμόνες θα πλυμμυρίσουν τον εγκέφαλό σου,

και εσύ θα νιώσεις ευτυχία και δέος.

34°B 32°E

Σύρθηκα πίσω στη λήθη να αναζητήσω το παρελθόν.

Έτσι δεν λένε;

Να εξερευνήσω το παρελθόν για να ανακαλύψω το μέλλον.
Αυτό έκανα.

Σύρθηκα μέσα στα ερείπια του κόσμου.Ενός κόσμου, που αντανακλούσε την βρωμερή τσιχλόφουσκα του μικρόκοσμου, που αναμασούμε
από την δημιουργία ως την αποσύνθεση.

Σύρθηκα μέσα στις σκιές με παρήγορο βλέμμα, υπαρκτές μόνο στα μάτια του ονειροπόλου, μόνο αυτός μπορεί να τις επαναφέρει μέσα από την λησμονιά του αέρα και όχι κάποιος υποτιθέμενος θεός.

Αυτή είναι η διαφορά.

Οι σκιές υπάρχουν όσο υπάρχει αυτός που θα τις επαναφέρει. Ένας φαντασιόπληκτος δημιουργός που θα τις χειριστεί με αλαζονεία θα τις αποσυνθέσει άθελά του με ευκολία, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν του ανήκουν, δεν μπορεί και να τις κάνει δικιές του. Είναι εύθραυστες όσο εύθραστη είναι και η σκέψη του.

Το ερείπιο όμως είναι εκεί και βρωντοφωνάζει ότι υπήρξα και υπάρχω. Αυτή είναι η βασική διαφορά των ερειπίων και των σκιών. Οι σκιές ίσως και να μην υπήρξαν ποτέ. Τα χαλαμάντουρα όμως, είναι εκεί και δεν τα διεκδικούν πλέον βραχύβιες σκιές, αλλά μικρές, ισχνές και σταθερές δυνάμεις καταβροχθίζοντάς τα ασταμάτητα. 

Ο χρόνος για τα χαλάσματα δεν υπάρχει, είναι επαναλαμβανόμενος για τον εκτελεστή. Για τον μελλοθάνατο όμως, ο χρόνος κυλά αργά και λυτρωτικά.

Οι σκιές έφυγαν, και τα ερείπια χρόνο με το χρόνο άρχισαν να φαίνονται όλο και πιο οικεία.

Η φύση τα διεκδικεί και οι σκιές υπάρχουν μόνο στα αχόρταγα πρόστυχα μυαλά μας.

Σύρθηκα πίσω στη λήθη για να βρω το παρελθόν,
να ψυχανεμιστώ το μέλλον,
και το μόνο που βρήκα ήταν ερείπια
και τότε κατάλαβα, τι μου επιφυλάσσεται.

Εξωστρεφές πανδαιμόνιο

Σύμπαν από ζάχαρη, καραμελωμένα βότσαλα, αστέρια του κουταλιού, θαλασσινός χυμός, πλανήτης με γεύση καρπούζι, ιπτάμενες γλυκόριζες, γυναίκες από μαύρη σοκολάτα, σύννεφα σε χωνάκι, καταρράκτες λάγκερ, πασιφιστικά κουνούπια, μποέμ μύγες, ανίατη χαρά, εξωστρεφές δαιμόνιο, εξωστρεφής εσωστρέφεια, εσωστρεφής εξωστρέφεια (ακόμα να αποφασίσω), ακέφαλος πονοκέφαλος.

Προσπαθώ τέσσερα χρόνια να βρω τίτλο και δεν τα καταφέρνω, οπότε θα το πω ''άτιτλο''

                                                            1

Η κυρά Μαρία βγήκε από το υπνοδωμάτιο. Όλοι κοιμόντουσαν ακόμη. Οι περσίδες άφηναν το φως της αυγής να χτυπά το προκοίλι του άντρα της. Τα ρουθούνια του έβγαζαν άναρθρες κραυγές ικετεύοντας για οξυγόνο, τραντάζοντας τα σκληρά ξύλινα ποδάρια του κρεβατιού. Τον μεγάλο γιο τους, τον είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ στο σαλόνι, μισόγυμνο σε μια στάση ικανή να περάσει οποιαδήποτε ακρόαση κινέζικου τσίρκου. Ο μικρός, το κακομαθημένο ως συνήθως της οικογενείας, κοιμόταν σε πουπουλένια στρώματα χήνας στο άλλο υπνoδωμάτιο.
Αφού επανέφερε τον οικιακό χάρτη στο μυαλό της ανασυντάσσοντας όλα τα χθεσινά στοιχεία, διέσχισε τον διάδρομο του σπιτιού μέχρι που έφτασε στο σταυροδρόμι, μπάνιο, κουζίνα, σαλόνι. Εκεί δεν την περίμενε ο διάβολος ψάχνοντας ψυχές προς πώληση αλλά η ταλαίπωρη κύστη της που ξύπνησε στην ιδέα ανακούφισής της. Έστριψε αριστερά, μπήκε στο μπάνιο, σήκωσε το χιλιοφορεμένο νυχτικό της και άφησε άτσαλα το γέρικο κάτουρο να χυθεί στην τουαλέτα. Έπλυνε το πρόσωπο της με κρύο νερό και ενώ λίγες σταγόνες από την υγρή της ανάγκη της γαργαλούσαν το μπούτι αναρωτιόταν όπως κάθε πρωί τι θα μαγείρευε στους μαχαραγιάδες του σπιτιού.
- Χθες φάγαμε φακές για μεσημεριανό..... αν και ο μεγάλος δεν έφαγε πολύ, δεν ξέρω γιατί....ίσως να φταίει αυτή η κοπέλα που έφερε μαζί του προχθες. Αυτές οι νέες δεν ξέρουν να περιποιούνται τους άντρες τους. Πάει χάλασε ο κόσμος, ούτε ένα πιάτο δεν σηκώστηκε να μαζέψει από το τραπέζι..... και αυτά τα τσιγάρα, τα στριφτά.... με χασικλού τα χει ο γιος μου....και αν είναι και ο ίδιος χασικλής. Την Κυριακή γύρισε σπίτι και είχε κόκκινα μάτια σαν παντζάρια, τα ξέρω εγώ αυτά....έβλεπα τους γεροαληταράδες του χωριού όταν ήμουν μικρή. Τον γείτονα τον ψηλό, αιώνιος εχθρός του μπαμπά.....πώς τον λέγαν; .....πώς τον λέγαν; ........οι νέοι τώρα δεν τρώνε σφαλιάρες, ο πατέρας όμως μου δεν τις τσιγκουνευόταν....γενικά δεν ήταν τσιγκούνης και η μαμά το έλεγε...πάντα σκληρός αλλά μας έδινε και πολλά αλλά εκτός από σφαλιάρες.....κι αν ήταν μόνο από τις χερούκλες του, πάλι καλά..... κάποιες φορές με χτυπούσε στη πλάτη χωρίς τσίπα, με ουρά βοδιού........... Ααααα .....τσιπούρα θα φτιάξω σήμερα.....Μα πως μου ήρθε; ... ας πάω να ετοιμαστώ.
Μπήκε στο υπνοδωμάτιο κινούμενη σαν πνεύμα, ετοιμάστηκε αθόρυβα, πήρε το πορτοφόλι της, τα κλειδιά, δυο καραμέλες γλυκάνισο στην τσέπη, μια για αυτή και μια για τον ψαρά, έκλεισε την πόρτα αθόρυβα πίσω της και μπήκε στον ανελκυστήρα. Μπροστά στον καθρέφτη έφτιαξε λίγο το τσεμπέρι, ίσιωσε λίγο την βάτα από το σακάκι και περίμενε να κατεβεί. Βγαίνοντας έξω στραβώθηκε από τον δυνατό ήλιο. Οι κόρες του ματιού της συστάλθηκαν επαναφέροντας την όρασή της στα κανονικά επίπεδα, όσο κανονικά μπορεί να είναι σε αυτή την ηλικία.
- Είμαι έτοιμη να ξεκινήσω
Και ξεκίνησε. Πηδηχτά και χαρωπά , σχεδόν τσαχπίνικα στο πνεύμα αλλά χωρίς να το παρακάνει όπως την πρόσταζαν τα ερωτικά πρότυπα της εποχής της, τρεκλίζοντας και ψιλοκουτσένοντας όπως την πρόσταζαν τα γέρικα κόκκαλά της και η αρθρίτιδα.
                                                           
  2
Η παλιά πόλη δεν δέσποζε στο τοπίο. Είχε κρυφτεί κάτω από την σκιά της νεοσύστατης πολιτείας που είχε κτιστεί στα πλαίσια διαφημιστικών καμπανιών και οικονομικού ανταγωνισμού δεύτερης επιλογής. Οι ήχοι της κρυφτήκαν σε αυτούς του καινούργιου λιμανιού και των μεγάλων οδικών αρτηριών. Στα στενά της κυκλοφορούσαν την διάρκεια της μέρας έμποροι λιανικών, βιοτέχνες και τεχνίτες προηγούμενης εποχής και τα βράδια ξωτικά που έψαχναν αλκοόλ να καταλαγιάσουν τους υποτιθέμενους, αυτοδημιούργητους δαίμονές τους. Στην περιορισμένη επικράτεια της τέσσερα ήταν τα βασικά είδη οργανισμών που φιλοξενούσε. Πενταμελής νεοφιλελεύθερες οικογένειες βουτηγμένες στην άγνοια, αναρχικές αυτόνομες ομάδες αδέσποτων σκυλιών, τσιγγάνοι πρώην νομάδες που είχαν ήδη από καιρό εγκατασταθεί μόνιμα και ένα μεγάλο πλήθος γλάρων.
Οι τελευταίοι είχαν από καιρό σταματήσει την αναζήτηση τροφής όπως οι πρόγονοί τους είχαν διδάξει. Για αυτά τα πουλιά η παλιά πόλη είχε γίνει ένα καινούργιο ανοιχτό πέλαγος, γεμάτο πρωτόγνωρες ευκαιρίες. Κύκλωναν τον αέρα πάνω από χασάπικα, ψαράδικα τρώγοντας ό,τι απόμενε στο τέλος της μέρας. Οι παλιές αποθήκες μια φορά τον μήνα, κάθε τελευταία παρασκευή, πετούσαν το μεταλλαγμένο σιτάρι και κριθάρι που τους περίσσευε, προσφέροντας στους γλαρούς ένα λουκούλλειο γεύμα μια στο τόσο. Ο κύκλος της ζωής είχε μετατραπεί σε μια διεστραμμένη περίμετρο αυτοκάθαρσης. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Νεκρά σκυλιά, σκουπίδια, νεκρά και ζωντανά γατιά, σκατά και κατουρημένα μπαγιάτικα ψωμιά, κατσαρίδες, ακρίδες και νυχτερίδες ικανοποιούσαν πρόσκαιρα τις ανικανοποίητες ορέξεις των γλάρων. Το μεταλλαγμένο υλικό που καταβρόχθιζαν τα μετέτρεψε σε αιμοβόρους τυχοδιώχτες, παραμόρφωσε τα σώματα και τα φτερά τους. Θέριεψαν και από υγροαρπαχτικά απόμειναν σκέτα αρπαχτικά. Η πρόσθεση μεταλλαγμένων ουσιών αφαίρεσε την υγρή τους φύση.
                                                             3
Η πολύχρονη γλώσσα της κυρά Μαρίας στριφογυρνούσε την καραμέλα από γλυκάνισο στο στόμα της. Το αρχαιότατο ανθρώπινο καρύκευμα της δημιουργούσε μια ανεξήγητη οικειότητα μεταξύ του ουρανίσκου της και των νευρικών απολήξεων του εγκεφάλου της. Η στοά με τα ψαράδικα της παλιάς πόλης είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται στο βάθος.
- Τρία κιλά τσιπούρες νομίζω θα πάρω. Κοιμόταν και ο άντρας μου, να τον ρωτούσα. Αυτός τα υπολογίζει καλύτερα. Ίσως και πατάτες να φτιάξω, τηγανιτές, αρέσουν στο μικρό. Γενικά οι άντρες τα υπολογίζουν καλύτ.....
- Καλώς την κυρά Μαρία
- Καλημέρα
- Αφηρημένη σε βλέπω σήμερα
- Κάτι σκεφτόμουν και ξεχάστηκα. Τελοσπάντων. Είπα να φτιάξω ψάρι σήμερα.
- Το κατάλαβα, αλλιώς τι ήρθες εδώ πέρα? για 'μένα?
Χαμόγελα
Αμοιβαία η συμπάθεια των δυο. Ίσως και ένας ετεροχρονισμένος έρωτας, ίσως σε αόριστο χρόνο και σε ανίατα νιάτα οι δυο τους να ήταν εραστές. Το ξέραν κατά βάθος και οι δυο, αν και ήταν αδιανόητο για την καρδιά τους να το παραδεχτεί. Κάπου η προ καιρού εμμηνόπαυση της κυρά Μαρίας, κάπου οι όλο και αραιότερες καύλες του ψαρά, κάπου τα χρόνια διαφοράς μεταξύ τους, δεν τους έδωσαν καμία ευκαιρία.
- Τρία κιλά τσιπούρες θέλω
- Αμέσως, τις καλύτερες
Χαμόγελα
- Να τις καθαρίσω κυρά Μαρία?
- Όχι ας τες, θα τις κάνω εγώ, έχω όρεξη σήμερα.
Ο ψαράς βούτηξε στα ψυγεία ψάχνοντας για τα καλύτερα του κομμάτια.
Η κυρά Μαρία τον κοιτούσε έτσι που είχε σκύψει. Τι λιγδιάρης που έχει απογίνει. Πως τον αντέχει η γυναικά του με αυτή την μυρωδιά από ψαρίλα. Αλλά αυτή τον έχει καταστρέψει. Έχω ακούσει πολλά γι αυτήν. Και όμως τον θυμάμαι, νεαρό, πριν παντρευτεί. Ωραίο παιδί ήταν και δυνατό.
- Τρία κιλά τσιπούρες για την κυρά Μαρία.
- Ευχαριστώ, πόσα χρωστώ?
- Είκοσι εφτά
- Ορίστε
- Ευχαριστώ κυρά Μαρία και καλή όρεξη
- Πάρε και μια καραμέλα γλυκάνισο να δροσιστείς.
Χαμόγελα
Πηρέ την νάιλον σακούλα με τα ψάρια και μαζί τον δρόμο της επιστροφής. Στρίμωξε καλύτερα τα ψάρια στην σακούλα, στρίμωξε και την διαδρομή που θα ακολουθούσε στο κεφάλι και ξεκίνησε για το σπίτι.
                                                         4
Η αγέλη των γλάρων έχει αυστηρή ιεραρχία. Το κεφάλι της αγέλης δεν σηκώνει και πολλά. Είναι το άλφα αρσενικό, ο αρχηγός, ο βασιλιάς, ο πιο δυνατός. Η πιο γαμψή μύτη, τα πιο μεγάλα και δυνατά φτερά, το πιο λευκό πούπουλο, τα πιο σκληρά νύχια, η πιο οξυδερκής ματιά και η καλύτερη ακοή συνέθεταν την προσωπικότητα αυτού του πουλιού. Δεινός κυνηγός ψαριών, που είχε ξεπέσει στην επαιτεία υπολειμμάτων της ανθρώπινης κοινότητας. Μαζί με την ομάδα του, αλώνιζαν τον ουρανό της παλιάς πόλης προς αναζήτηση τροφής, ουρλιάζοντας σαν δαιμονισμένα μωρά στην αγκαλιά της μάνας. Η κυρά Μαρία κοίταξε  στον ουρανό.
- Πω πω, όσο πάνε και πληθαίνουν και γίνονται και πιο μεγάλοι αυτοί οι γλάροι. Αγρίεψαν κιόλας. Έτσι μου φαίνεται. Σαράντα χρόνια πριν τους θυμάμαι να ταν πιο μικροί και χαριτωμένοι. Τους σκιάζομαι τώρα. Τι ωραία που ήταν η παλιά πόλη. Μου έχουν λείψει οι μυρωδιές της και όχι αυτή η μπόχα που επικρατεί τώρα. Με έφερναν οι γονείς μου μικρή, να ταΐσω τα ψαράκια και τα γλαράκια. Έτσι μου έλεγαν.
                                                                5
Ένας διακόπτης τέθηκε σε λειτουργιά. Ένα κοσμικό κλικ, ταρακούνησε το γενετικό υλικό του αρχηγού των γλάρων. Μια καινούργια, ιδεατή, άγνωστη γεύση πλημμύρησε τον ουρανίσκο του. Ένας ανώτερος άρχων πρόσταζε τις κινήσεις του πλέον, δεν ήταν κύριος του εαυτού του. Ο θεός, ο Αλλάχ, ο Τάο ή κάποιος ινδικός γλαρόμορφος θεός είχε το πάνω χέρι. Ίσως η μητέρα φύση ξύπνησε από την λήθη της θυμωμένη και πήρε τα νήματα στα χέρια.
Ο φτερωτός ηγέτης έκανε δυο αναγνωριστικές στροφές, έφερε το κορμί του στην κατάλληλη στάση, υπολόγισε ύψος, μήκος, πλάτος και κίνηση, έριξε τα φτερά προς τα πίσω και άρχισε την κατακόρυφη πορεία του όπως οι γονείς του δίδαξαν, όταν έβλεπαν μικρές αναταράξεις στην επιφάνεια του νερού. Το βάρος του έδινε όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Κάπου στους μαιάνδρους του μικροσκοπικού εγκέφαλού του ξύπνησε το ένστικτο της επιβίωσης, κάπου η αρχηγική του φύση προκήρυξε την επανάσταση. Οι υπόλοιποι γλάροι κοιτούσαν κάνοντας κύκλους σαστισμένοι. Αυτό ήταν έξω από την πραγματικότητά τους. Το άλφα, μέγα αρσενικό είχε ήδη αποκτήσει την ταχύτητα που επιθυμούσε σκίζοντας με το αεροδυναμικό του σχήμα τον αέρα.
Τρύπησε τον θώρακα της κυρά Μαρίας και κάρφωσε το ράμφος του κατευθείαν στην καρδιά. Ο θάνατος της ήταν ακαριαίος. Ούτε μια τελευταία λέξη δεν πρόλαβε να πει. Ούτε καν μια τελευταία σκέψη. Από μικρή ονειρευόταν τούτη τη στιγμή. Όλοι το έχουμε κάνει. Ο ιδανικός θάνατος, η τελευταία σου ατελής πράξη. Την έχουμε σκηνοθετήσει, επιλέξαμε πρωταγωνιστές και κομπάρσους, γράψαμε σενάρια, τα σκίσαμε και τα ξαναγράψαμε.  Η ίδια της, ήθελε να ανέβει σε ένα λόφο, να δει το ηλιοβασίλεμα και να φύγει μαζί με τον ήλιο. Ήθελε ο ήλιος να την πάρει στο ταξίδι του και να αφήσει τους υπόλοιπους ανθρώπους πίσω στην γη να την χαιρετάνε και να την ρωτάνε που πάει χωρίς να απαντά. Η μακάβρια ταινία της δεν παίχτηκε ποτέ και ο ήλιος αντί να την ταξιδέψει, της χτυπούσε δυνατά το πρόσωπο που είχε κοκαλώσει στο χρόνο. Είχε στο σπίτι ένα άντρα και δυο παιδιά που είχαν ξυπνήσει και την περίμεναν, είχε μια μακρά ιστορία πίσω της, είχε ένα μικρό κομπόδεμα κρυφά από τον άντρα της σε ένα κουτάκι άδειο από ρίγανη πίσω από τις σωλήνες του νεροχύτη, είχε στην τσέπη κλειδιά, κάτι ψιλά και ένα περιτύλιγμα από καραμέλα γλυκάνισο. Είχε καρφωμένο στο στήθος ένα γλάρο να της τρώει την καρδιά.
Η ιεραρχία στην φύση δεν άφηνε άλλα περιθώρια. Τα υπόλοιπα υδρόβια πτηνά είχαν μόνο μια επιλογή και είχαν ήδη κατεβεί πάνω στο γέρικο σώμα που ήταν σωριασμένο στην άσφαλτο και το φαγοπότι είχε ήδη ξεκινήσει. Τις ξέσκιζαν τα ρούχα και με τα γαμψά τους ράμφη, ξεκολλούσαν και καταβρόχθιζαν κομμάτια σάρκας από το πρόσωπο, το λαιμό, την κοιλιά, τα χέρια και τα πόδια της κυρά Μαρίας. Δεν πηρέ πολλή ώρα να εξαφανίσουν ένα μικροκαμωμένο, ζαρωμένο κορμί. Ο αρχηγός είχε τελειώσει την καρδιά. Σήκωσε το κεφάλι βουτηγμένο στο αίμα, ευχαριστημένο πλέον και χορτάτο κοίταξε γύρω του δηλώνοντας έτσι την λήξη του μεσημεριανού γεύματος. Άνοιξε τα φτερά του, απογειώθηκε ξανά στον ουρανό, ψάχνοντας κάπου να χωνέψει την κυρά Μαρία. Οι υπόλοιποι υπήκοοι ακολούθησαν πιστά όπως πάντα. Μια μεγάλη κηλίδα αίματος είχε ζωγραφίσει κόκκινο το δρόμο. Ο ήλιος το είχε ήδη ξεράνει. Το τελευταίο σκυλί που πλησίασε την όση απόμεινε κυρά Μαρία πηρέ το τελευταίο της κόκκαλο που είχε ξεχαστεί και αποσύρθηκε κάπου απόμερα με σκιά να το μασουλήσει με την ησυχία του. Οι τρεις τσιπούρες είχαν σκορπίσει λίγα μέτρα δίπλα από την κηλίδα αίματος και η διαδικασία αποσύνθεσής τους είχε ήδη ξεκινήσει.
                                                                     6

- Μπαμπά, μπαμπά, πάμε, πάμε, πάμε....... Θέλω να πάμε.......ααααααααααααα.......σε παρακαλώ πάμεεεεεε......
- Κορίτσι μου, πόσες φορές θα σου το πω, θέλω να δω το ποδόσφαιρο, ο μπαμπάς θέλει να ξεκουραστεί σήμερα.
- Μα μου υποσχέθηκες ότι όταν δεν πας δουλειά θα πάμε βόλτα.
- Παίξε αγάπη μου με τις κούκλες σου, τι σου τις αγόρασα? Πήγαινε στις φίλες σου να παίξετε.
- Όχι δεν θέλω, δεν θέλω, δεν θέλω. Θέλω να πάμε.
- Μην με πρήζεις .......... πήγαινε στην μαμά.
- Δεν πάω, μου είπες ότι θα πάμε βόλτα και δεν πάμε ....... αααααααααα ......... θέλω να πάμε.
- Ωραία, ωραία σταμάτα, θα πάμε. Σταμάτα τώρα
- ναιιιιιιιι, πάμε τώρ.....
- Περίμενε, περίμενε. Πρέπει να μου υποσχεθείς κάτι πρώτα όμως.
- Ναι μπαμπά ό,τι θες.
Αν είσαι ήσυχη μέχρι να το τελειώσει το ματσ, ο ,μπαμπάς θα σε πάει στην παλιά πόλη να ταΐσουμε τα γλαράκια. Εντάξει?
- ναι μπαμπάκι μου θα είμαι φρόνιμη. Πάω να ντυθώ.

Καληνύχτα μπαμπά

Τώρα που πήρες το συντόμι της ζωής,

τώρα που δεν ανήκεις πουθενά,

τώρα που η ύλη σου σκορπά στο σύμπαν,

για τελευταία φορά,

σου λέω
καληνύχτα...

Κύκλοι

Γεννήθηκα με το σύνδρομο των ανήσυχων ποδιών.

Μα τώρα τελευταία το ένα δεν πολυαγχώνεται
και κάνω κύκλους

Μικρά κίτρινα χαρτάκια

Ξύπνησε το πρωί με μεγάλο πονοκέφαλο. Το προηγούμενο βράδυ μετά από μεγάλη κατανάλωση βότκας είχε αρχίσει να κάνει πράξη τη μεγάλη θεωρία της ζωής του. Πίστευε ότι το μυαλό και το σώμα του ήταν δυο διαφορετικά αντικρουόμενα μέρη του εαυτού του και έψαχνε έως την μέχρι τώρα εικοσιτριάχρονη ζωή του τον τρόπο που θα κατάφερνε να παντρέψει αυτούς τους δυο κόσμους μέσα του. Έτσι μετά από πολλές αλκοολικές  χημείες κατέληξε που και που να πίνει μέχρι το μεθυσμένο του κορμί και το μεθυσμένο του μυαλό να συναντηθούν. Σηκώθηκε από το μετά ειδικής παραγγελίας του κρεβάτι λόγω του υπερβολικά  τεράστιου του ύψους έριξε λίγο νερό στο χλωμό από την αδυναμία πρόσωπό του, έφτιαξε καφέ, έστριψε ένα τσιγάρο και άρχισε να πληκτρολογεί τα νούμερα του τηλεφώνου της δουλειάς του ώστε να ζητήσει συγγνώμη για την αργοπορία του. Τα δάχτυλα του με αστραπιαίες κινήσεις, χτύπησαν τον αριθμό, που είχε απομνημονεύσει καλά τον τελευταίο καιρό λόγω του ότι αργούσε όλο και πιο συχνά στη δουλειά. Στην άλλη γραμμή απάντησε το αφεντικό του ο κύριος Κόμπο με την λεπτή σχεδόν γυναικεία φωνή του που όλοι τον κορόιδευαν για αυτήν πίσω από τη πλάτη του αλλά κανείς δεν το έκανε μπροστά του.

- Να τσακιστείς να έρθεις τώρα.

Ήταν οι τελευταίες λέξεις του κυρίου Κόμπο και ο Μικέ δεν άργησε να καταλάβει τι έπρεπε να κάνει.

Ο Μικέ δούλευε σε ένα εργοστάσιο στο κέντρο της πόλης που παρήγαγε αναμνήσεις όπως πάντα έλεγε ο κύριος Κόμπο. Μόνο που ούτε εργοστάσιο ήταν ούτε παρήγαγε αναμνήσεις, ήταν απλά ένα παλιό υπόγειο μέσα στα στενά της παλιάς πόλης που παρήγαγε τα γνωστά μικρά κίτρινα χαρτάκια με την κόλλα στη πίσω πλευρά τους που όλοι κάποτε γράψαμε κάτι που δεν θέλαμε να ξεχάσουμε πάνω με άσχημα γράμματα. Ήταν μια από τις γνωστές παρερμηνείες του κυρίου Κόμπο, που δεν αρκούταν μόνο σε αυτήν, αλλά πετούσε συχνά πυκνά φιλοσοφικές κοτσάνες στους υπαλλήλους του. Ο κύριος Κόμπο δεν είχε τελειώσει το σχολείο και για χρόνια , αδίκως, προσπαθούσε να διεισδύσει στους κύκλους των διανοούμενων της πόλης χωρίς αποτέλεσμα. Στα τριάντα του είχε ανακαλύψει την αρχαία ελληνική γραμματεία και είκοσι χρόνια μετά από τη ζύμωση των αρχαίων ελληνικών κειμένων, του φτωχού μυαλού του, και την παραγωγή εκατομμυρίων  μικρών κίτρινων κομματιών χαρτιού, φιλοσοφούσε τουλάχιστον δέκα φορές τη μέρα, κλεινότανε στο γραφείο του, τα έγραφε στα κίτρινα χαρτάκια του, τα κολλούσε στο τοίχο και τα κοιτούσε περήφανος σκεπτόμενος τη σίγουρη μεταθανάτιο δόξα του ως λογίου.
Ο Μικέ ήπιε με δυο γουλιές το καφέ, έκανε δυο τζούρες από το τσιγάρο ντύθηκε βιαστικά και κοιτάχτηκε στο καθρέφτη που η πάνω μεριά του ακουμπούσε στο ταβάνι. Ο Μικέ ήταν πολύ ψηλός, πάρα πολύ ψηλός, δυο μέτρα και εξήντα τρία εκατοστά για την ακρίβεια και με τα πυκνά σγουρά μακριά μαλλιά του έφτανε σχεδόν τα τρία μέτρα. Όμως παρά το μεγάλο του ύψος ήταν μόνο εξήντα κιλά ενώ όπως ο ίδιος είχε υπολογίσει σε μια στιγμή βαριεστημένης δημιουργικότητας αφαιρώντας το βάρος των μαλλιών του πενήντα. Είχε μακριά και λεπτά χέρια και τεράστιες παλάμες, που τα δάχτυλα φτάνανε ως το γόνατό του, είχε όμως και πολύ εκφραστικό πρόσωπο και ήταν το μονό κομπλιμέντο που άκουγε από γυναίκες αφού σε όλες αρέσανε τα μεγάλα πράσινα μάτια του. Ακούγεται αλλόκοτη η περιγραφή του Μικέ αλλά στην πόλη που ζούσε δεν ήταν τόσο αλλόκοτο αυτό αν και δεν μπορούμε να πούμε ότι περνούσε απαρατήρητος με τέτοιο ύψος.
Το τεράστιο κορμί του Μικέ ζούσε στην Παραξενούπολη που ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι όλοι είχαν έστω και μια παραξενιά να τους χαρακτηρίζει. Ως ένα μικρό δείγμα του τι εννοώ, οι γείτονες του Μικέ ήταν:

α) Στο δίπλα σπίτι ζούσε ο κύριος Μπέρον, ο ενοχλητικός Μπέρον  όπως τον φώναζαν όλοι, με τη γυναίκα του και τη μικρή τη μονάκριβη κόρη τους. Ο κύριος Μπέρον ήταν σαράντα δύο χρόνων και τα τελευταία είκοσι έξι χρόνια είχε λόξυγκα, γι΄ αυτό και το προσωνύμιο ενοχλητικός. Ο Μπέρον πάντα έλεγε στο Μικέ,  που τον αγαπούσε πολύ, ότι ο λόξυγκας του άρχισε όταν είδε για πρώτη φορά τη γυναίκα του και τα χάσε από την ομορφιά της αλλά και τα μακριά ίσια μαλλιά της. Η γυναίκα του κύριου Μπέρον, η κυρία Μπέραν ήταν πράγματι όμορφη. Τα μαλλιά της μάκραιναν εβδομήντα πέντε εκατοστά τη μέρα, δηλαδή πέντε μέτρα και είκοσι πέντε εκατοστά τη εβδομάδα ή αλλιώς είκοσι δυο και μισό μετρά το μήνα. Η μικρή κορούλα τους η Τζίνι μόλις εφτά χρόνων δεν είχε εμφανίσει κάποια παραξενιά ακόμα που να κάνει περήφανους τους γονείς της.

β) Απέναντι ζούσε η Μαρία. Η Μαρία ήταν το πιο μοναχικό κορίτσι στην Παραξενούπολη. Ήταν είκοσι πέντε χρονών και ζούσε μόνη σε ένα τεράστιο σπίτι με σφραγισμένα όλα τα παράθυρα και τις πόρτες. Κοιμότανε πάντα και με ακρίβεια οχτώ ώρες τη μέρα και τις υπόλοιπες δεκαέξι ώρες τις μέρας έκλαιγε. Στην εικοσιπεντάχρονη ζωή της έχυσε ποτάμια δακρύων και έβγαινε από το σπίτι μόνο κάθε Κυριακή για να πάει στο παντοπωλείο να αγοράσει τρόφιμα και πολλά πολλά πακέτα από χαρτομάντιλα.

γ) Το σπίτι στα αριστερά ήταν άδειο γιατί ο πυρομανής Εντουάρ είχε βάλει φωτιά σε ένα ταξί και ο δήμαρχος της πόλης ως άρχοντας διέταξε να φυλακιστεί ο Έντουαρτ αποκαλώντας τον δημόσιο κίνδυνο. Κανείς όμως στη πόλη δε σκέφτηκε ότι ίσως είχε το δικαίωμα να βάλει φωτιά στο ταξί αφού ήταν δικό του. Μέχρι που όταν η εκατονσαρανταεφτάχρονη κυρία Γκούντενσβαχτεν και μητέρα του κύριου Κόμπο ξύπνησε ένα πρωί και αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να πάρει ταξί όπως έκανε κάθε μήνα για να πάει στο κοιμητήριο να δει τον κατά πενήντα δύο χρόνια νεότερο άντρα της που είχε πεθάνει δυο χρόνια πριν. Έτσι άρχισε ο μεγάλος αγώνας της κυρίας Γκούντενσβαχτεν για την απελευθέρωση του αδικοφυλακισμένου Έντουαρτ.

Πίσω όμως τώρα στο Μικέ, που είχε ήδη αργήσει για άλλη μια φορά. Ο Μικέ βιαστικά βγαίνει από την κύρια πόρτα του σπιτιού του, χαιρετά τον κύριο Μπέρον που αυτός ανταποδίδει με λόξυγκα και στριμώχνεται στο αυτοκίνητό του. Δεν του άρεσε να οδηγεί καθόλου γιατί λόγω του τεράστιου μεγέθους του όσο που χωρούσε στο αυτοκίνητο του και αφού τα πόδια του φτάνανε μέχρι το τιμόνι, όποτε φρέναρε απότομα κόρναρε συγχρόνως. Σε δέκα λεπτά είχε φτάσει στο  "εργοστάσιο – υπόγειο"  κατέβηκε τις σκάλες άνοιξε τη μεγάλη βαριά πόρτα και μπήκε μέσα. Η ώρα ήταν εννέα και σαράντα πέντε και είχε ήδη αργήσει σαράντα πέντε λεπτά. Χτύπησε κάρτα και κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα προς το πόστο του, στο πακετάρισμα. Δεν σκεφτόταν όμως όπως κάθε πρωί ποιος διάολο αγοράζει τόσα πολλά κίτρινα χαρτάκια  αλλά για το τι θα άκουγε από τον κύριο Κόμπο. Ο Μικέ άρχισε να δουλεύει όταν ο επιστάτης που τα έλεγε όλα μισά και λίγα ήρθε προς το μέρος του.

Μικέ σε θε το αφε.

Ένεψε καταφατικά στον επιστάτη και άφησε το πόστο του κατευθυνόμενος προς τις σκάλες που οδηγούσαν στο γραφείο του κυρίου Κόμπο. Χτύπησε την πόρτα και η λεπτή φωνή του αφεντικού του ακούστηκε σχεδόν λες και πέρασε μέσα από την κλειδαρότρυπα.

Εμπρός.

Άνοιξε την πόρτα μπήκε μέσα και μετά από νόημα του κυρίου Κόμπο έκατσε απέναντι του. Ο κύριος Κόμπο σηκώθηκε από την καρέκλα του, κοίταξε τον Μικέ φούσκωσε το στήθος, του ψήλωσε δυο πόντους και εκεί που περίμενες να ακούσεις ένα λόγο αυστηρό και βροντερό βγήκε η λεπτή φωνή του χαλώντας την όλη πριν το λόγο ιεροτελεστία.

Κοίταξε Μικέ. Η δουλειά που κάνουμε εδώ είναι σοβαρή. Δεν φτιάχνουμε απλώς κίτρινα χαρτάκια.

Ο κύριος Κόμπο όσο και αν μισούσε το δίστιχο ‘κίτρινα χαρτάκια’ το ξεστόμισε.

Δεν φτιάχνουμε εδώ απλώς κίτρινα χαρτάκια Μικέ. Εδώ, επαναφέρουμε τις αναμνήσεις που έχουν χάσει οι άνθρωποι Μικέ. Γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις ότι οι άνθρωποι έχουν τόσα πολλά να σκεφτούν στη ζωή τους που χωρίς αυτά είναι χαμένοι. Θα σου πω απλώς ένα παράδειγμα να σε βοηθήσω να καταλάβεις.
 Όταν υπάρχει ένα επαγγελματικό ραντεβού και ξεχαστεί επειδή κάποιος δεν το είχε σημειώσει τότε χαλάει η δουλειά που ήτανε να συμφωνηθεί, αν χαλάσει η δουλειά Μικέ, τότε χαλάει και μια οικονομική συναλλαγή οπότε και το κράτος θα χάσει κάποια λεφτά, πολλαπλασίασε το αυτό επί χιλιάδες οικονομικές συναλλαγές που γίνονται καθημερινά τότε το κράτος όπως κι πολλά κράτη θα πέσουν σε οικονομική κρίση, θα υπάρχει φτώχια, πείνα και το χειρότερο ΠΟΛΕΜΟΣ

Είπε δυνατά

Και ποιο είναι Μικέ το χειρότερο στο πόλεμο; Τα πυρηνικά Μικέ. Απειλούμαστε αν δεν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας, και άτομα σαν εσένα δεν έχουν θέση σε τόσο σημαντικά πόστα. Είσαι αλλού Μικέ, δεν μιλάς, δεν γελάς και δεν απολαμβάνεις αυτό που κάνεις οπότε είμαι αναγκασμένος να σου ζητήσω να μαζέψεις τα πράγματα σου και να φυυυύγεις.

Στο φύγεις ο κύριος Κόμπο τράβηξε λίγο περισσότερο από το κανονικό το ’υ’ σχεδόν μέχρι που τσίριξε ξυπνώντας το Μικέ αφού δεν είχε ακούσει τίποτα από όλα αυτά εκτός από την απόλυση του. Δεν έβρισκε έτσι κι αλλιώς νόημα στη δουλειά όπως δεν έβρισκε νόημα στην ίδια τη μέχρι τώρα ζωή του. Αν του ζητούσαν να τη ζωγραφίσει θα την έφτιαχνε μαυρόασπρη, αν ήταν μουσική θα ήταν μελαγχολική, αν ήταν ταινία θα ήταν βουβή και βαρετή. Ο Μικέ σηκώθηκε κατέβηκε τις σκάλες μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε.
     Εν τω μεταξύ στην Παραξενούπολη υπήρχαν και πάλι διαμαρτυρίες έξω από το δημαρχείο. Η παραξενούπολη ήταν χωρισμένη σε δυο στρατόπεδα, στους πιο φιλελεύθερους που ήθελαν το άνοιγμα προς τον έξω κόσμο και στους συντηρητικούς, που είχαν και την εξουσία, και πίστευαν ότι είναι ξεχωριστή φυλή με καταγωγή τον πλανήτη Άρη που έφτασαν στη γη από τότε που έπεσαν οι τρίχες από τα μαμούθ και έγιναν ελέφαντες. Οι πιο φιλελεύθεροι πολίτες πίστευαν ότι με όλες αυτές τις παραξενιές θα σπάζανε όλα τα ρεκόρ παράξενων και ακραίων στο κόσμο και βλέπανε στο μέλλον το όραμα της μεγάλης Παραξενούπολης γνωστής και τρανής στην υφήλιο. Είχαν γεμίσει τη πόλη αφίσες γεμάτες με τα κατορθώματα τους.
       


ΜΠΟΙΚ : Μακρύτερο φτύσιμο        – 26,36 μέτρα

ΝΤΟΡΜΟΥΝ : Μεγαλύτερο αιδοίο – Τον καιρό των μεγάλων αναταράξεων στη
                                                                   πόλη είχε κρύψει μέσα τρεις διαδηλωτές              
                                                                   από την αστυνομία.

ΜΙΚΕ : Ο ψηλότερος άνθρωπος – 2 μέτρα και 63 εκατοστά

ΚΟΡΛΕΟΝΙ-ΚΑΝΤΟΝΙ : Η πιο μακρόχρονη χειραψία – 23 ώρες και 16 λεπτά


Καθώς η πορεία περνούσε μπροστά από το δημαρχείο ο Μικέ βρισκόταν στα φανάρια και έβλεπε των όχλο των φιλελευθέρων της Παραξενούπολης να απομακρύνεται βλέποντας και το όνομα του σε μια από τις αφίσες. Δεν τον ένοιαξε αφού έτσι κι αλλιώς είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχε να ασχοληθεί με τα δρώμενα της Παραξενούπολης. Συνέχισε τη πορεία του κατευθυνόμενος προς το αγαπημένο του μέρος που από παιδί του άρεσε να πηγαίνει και να σκέφτεται, την "πράσινη πλατεία". Η "πράσινη πλατεία" που μόνο αυτός είχε ονομάσει έτσι ήταν ένα λιβάδι λίγο έξω από την Παραξενούπολη που όλες τις εποχές του χρόνου με οποιοδήποτε καιρό ήταν πάντα το ίδιο πράσινο. Ο Μικέ πάντα σκεφτόταν ότι θα έδειχνε πιο ωραίο με λουλούδια και του πέρασε από το μυαλό η ιδέα να φυτέψει μερικά, αλλά σιγά σιγά άρχισε να πιστεύει ότι είναι έτσι για κάποιο λόγω οπότε το ανέβαλε για πάντα. Πάρκαρε το αυτοκίνητό του στο δρόμο, ξεδιπλώθηκε με δυσκολία από το  όχημα και άρχισε να περπατά προς το κέντρο του λιβαδιού. Φόρεσε τα μαύρα του γυαλιά γιατί δεν του άρεσε ο ήλιος. Πάντα έλεγε στον εαυτό του ότι ο ήλιος δεν κάνει καλό στους ανθρώπους γιατί κάνει πιο διακριτές τις ατέλειες τους, τα λάθη τους και την ασχήμια κάνοντας τους κομπλεξικούς, ανασφαλείς και υποκριτές, ενώ αγαπούσε το φεγγάρι, γιατί ήταν χλωμό και όπως το βλέπε του φαινόταν πολύ κουρασμένο για να έχει τη δύναμη να υποκριθεί ότι είναι κάτι άλλο, έκανε τους ανθρώπους πιο ειλικρινείς και πιο ρομαντικούς. Βέβαια όλα αυτά στην Παραξενούπολη ήταν αλλόκοτες σκέψεις ενός χλωμού σαν το φεγγάρι Παραξενοπολίτη που η ευαισθησία του ήταν μεγαλύτερη παραξενιά και από το τεράστιο αιδοίο της Ντορμούν. Ο Μικέ στη Παραξενούπολη θεωρείτο κάτι σαν αδύναμος κρίκος της πόλης τους έξω από τα καθημερινά δρώμενα τους, που φυσικά ήταν ποιος την έχει πιο μεγάλη, τη παραξενιά.

Ξάπλωσε στο χορτάρι, άπλωσε τα μακριά του χέρια και πόδια δημιουργώντας ένα τεράστιο σταυρό. Κάποιοι παραξενοπολίτες λένε ότι τον είδανε μια φορά εκεί στο λιβάδι από το αεροπλάνο. Ο Μικέ σκεφτότανε τη ζωή του. Ένιωθε μοναξιά, ήθελε να επικοινωνήσει και να γίνει ενεργός στη πόλη του αλλά κάτι τον τραβούσε πίσω, δεν τον ενδιέφεραν όλα αυτά, του φαίνονταν μικρά μπροστά στις σκέψεις του περί ζωής και έρωτα που ούτε καν είχε γνωρίσει αληθινά. Προσπαθούσε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε γελάσει χωρίς αποτέλεσμα, όταν ξαφνικά του ήρθε στο μυαλό η εικόνα της κυρίας Γκούντενσβαχτεν να κάνει απεργία πείνας οκλαδόν μπροστά στο δημαρχείο με μόνο αίτημά της την αποφυλάκιση του ταξιτζή  Έντουαρτ, και τον κανακάρη της, το αφεντικό του, τον κύριο Κόμπο, να προσπαθεί αδίκως επί τέσσερις μέρες να τις ταΐσει ένα μπολ με κεφτεδάκια που είχε στα χέρια του. Ο Μικέ χαμογέλασε και σκέφτηκε:

Δεν το έγραφα σε ένα κίτρινο χαρτάκι να το θυμάμαι όποτε το βλέπω να γελάω.

Χαμένος μες στους λαβύρινθους του μυαλού του χωρίς να βρίσκει έξοδο αποκοιμήθηκε στο χορτάρι χωρίς να το καταλάβει. Ο Μικέ ξύπνησε. Δεν ήταν στη πράσινη πλατεία, βρισκόταν σε ένα μέρος τόσο συννεφιασμένο λες και ήταν νύχτα, μύριζε θανατίλα και κρύωνε. Κοίταξε γύρω του σαστισμένος και είδε μια τρύπα μέσα στα σύννεφα που άφηνε ελεύθερη μια αχτίδα από φως να περνάει, να συνθλίβει το σκοτάδι, και να χτυπάει με οργή το μαυρισμένο έδαφος. Γύρω του υψώνονταν ογκώδες πολυώροφες πολυκατοικίες χωρίς παράθυρα και πόρτες. Ήταν τρομαγμένος, δεν ήξερε που ήταν, δεν είχε ξαναβρεθεί εδώ, δεν ήταν στη Παραξενούπολη. Ξαφνικά άρχισαν να εμφανίζονται άνθρωποι αλλά όχι παραξενοπολίτες, κανονικοί άνθρωποι, με κανονικά χέρια, κανονικά πόδια, κανονικά αυτιά, χωρίς να φτύνουν είκοσι έξι μετρά ούτε να κάνουν χειραψία για εικοσιτρεις ώρες. Στην αρχή ο Μικέ χάρηκε γιατί
δεν είχε βγει ποτέ έξω από την Παραξενούπολη και πάντα ήθελε να δει πως ζουν οι κανονικοί άνθρωποι. Σιγά σιγά όμως ο κόσμος άρχισε να τον κοιτά καχύποπτα και να δείχνει περιέργεια γι αυτόν τον τεράστιο υπερψηλόλιγνο μεγαλοπαλάμη άνθρωπο και όσο περνούσαν τα λεπτά όλο και περισσότεροι μαζευτήκαν γύρω του, τον άγγιζαν, τον ρωτούσαν, τον κορόιδευαν. Ο Μικέ πανικοβλήθηκε στριφογύριζε το κεφάλι, του ήθελε να τρέξει κάπου να ξεφύγει από τη μανιασμένη περιέργεια του πλήθους. Το βλέμμα του σταμάτησε απότομα όμως στην αχτίδα του φωτός που περνούσε από τα σύννεφα που δε χτυπούσε πλέον το έδαφος. Παραπέρα στεκόταν μια κοπέλα που έκανε το Μικέ να νιώσει κάτι μέσα του που μόνο σαν φόβο μπορούσε να το ερμηνεύσει, δεν ήταν όμως φόβος. Έτσι είναι ο έρωτας σκέφτηκε και ένιωσε λες και τα έβλεπε όλα πιο καθαρά και πιο απλά. Ο Μικέ είχε μαγευτεί και δεν ανταποκρινόταν στο νεύμα που του έκανε η κοπέλα να έρθει προς εκείνη. Είχε το πιο όμορφο αγγελικό πρόσωπο που είχε δει και η αχτίδα έδινε στα κόκκινα μέχρι τους όμως της μαλλιά μια λάμψη αλλόκοτη που έσβηνε πάνω στους δυο λόφους που δημιουργούσε το στήθος της, κάτω από το πουλόβερ που φορούσε. Το ξάφνιασμα του δεν κράτησε για πολύ, άφησε πίσω του το πλήθος και ξεκίνησε με μεγάλα βήματα να προχωρά προς το μέρος της ηλιολουσμένης κοκκινομάλλας που τον έκανε να νιώσει αυτό τον περίεργο φόβο. Καθώς όμως προχωρούσε τα βήματα του μίκραιναν όλο και πιο πολύ και συνειδητοποιώντας το κοιτάχτηκε και κατάλαβε ότι τα πόδια του και τα χέρια του μίκραιναν σιγά σιγά όπως και όλο του το υπόλοιπο κορμί, ακόμα και οι παλάμες του, και μέχρι να φτάσει στο κορίτσι είχε κανονικές αναλογίες όπως τους ανθρώπους που των περιεργάζονταν πριν. Το κορίτσι τον πήρε από το χέρι και τον τράβηξε στην αυλή ενός σπιτιού. Μέσα σε αυτήν την αυλή τον αγκάλιασε χωρίς καν να του μιλήσει και οι δυο τους έμειναν αγκαλιασμένοι για πολλή ώρα. Ο Μικέ ένιωθε ευτυχία. Αυτό σκέφτηκε είναι η ευτυχία και σε δευτερόλεπτα το είχε ξεχάσει και αυτό όπως και όλες τις άλλες σκέψεις του, λες και εξαϋλώθηκε μέσα σε ένα σύμπαν φτιαγμένο από ζάχαρη, φέρνοντας τον αργά και ομαλά στο απόλυτο κενό νιώθοντας την ευτυχία του να μην έχεις τίποτα και να μην είσαι κάτι.

Εν τω μεταξύ, από την ώρα που ο Μικέ είχε ξαπλώσει στην πράσινη πλατεία ένα σκαθάρι που ήδη βρισκόταν εκεί είχε τη περιέργεια και το θάρρος να εξερευνήσει αυτό το τεράστιο πράγμα που προσγειώθηκε μέσα στο λιβάδι του. Ίσως να ήταν το πιο θαρραλέο σκαθάρι στο κόσμο αφού όλα μπορείς να τα περιμένεις στη Παραξενούπολη, ίσως και να ήταν απλώς ένα σκαθάρι που χάθηκε. Ποιός ξέρει; Τέλος πάντων όλη αυτήν την ώρα που ο Μικέ ονειρευόταν το σκαθάρι προσπάθησε να διανύσει τη τεράστια γι αυτό απόσταση, τα δυο και εξήντα τρία μέτρα από τα πόδια του Μικέ μέχρι που πήγε και στρογγυλοκάθισε στη μύτη του. Ο Μικέ τινάχτηκε χτυπώντας τη μύτη του διώχνοντας το σκαθάρι-Κολόμβο και έκατσε στο χορτάρι. Τα είχε τελείως χαμένα. Η πράσινη πλατεία δεν ήταν η ίδια, δεν ήταν πια πράσινη, ήταν κόκκινη, κίτρινη, μωβ, και ροζ, είχε συνταραχτεί από τη ξαφνική πλημμύρα έρωτα και ευτυχίας που έζησε για λίγο αλλά τόσο πολύ έντονα.

Όνειρο ήταν

 σκέφτηκε

 Έτσι είναι η ευτυχία; Ο έρωτας; Που θα τα βρω, δεν μπορώ να τα βρω.

Η απότομη επαναφορά του στην πραγματικότητα τον είχε καθηλώσει στα χορτάρια χωρίς να μπορεί να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Ένιωσε μικρός και αδύναμος, ένιωσε ένα μηδενικό και ανάξιος να ψάξει για την ευτυχία.

 Και το άλλο;

 Σκέφτηκε. Ποιό ήταν αυτό το κοκκινόμαλλο πλάσμα που κατάφερε όχι μονό να μπει στο μυαλό του αλλά να περιπλανηθεί στους λαβύρινθούς του μέχρι να τον συναντήσει σε ένα όνειρο.

 Ούτε καν το όνομά της δε ρώτησα.
Πρώτη φορά είχε νιώσει τόσο λεύτερος μέσα στη φυλακή του μυαλού του. Ο ήλιος βυθίστηκε δίνοντας τη θέση του στο αγαπημένο σημείου του ουρανού για το Μικέ, το φεγγάρι. Ο Μικέ σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι το αυτοκίνητό του, δίπλωσε το κορμί του και ξεκίνησε προς την Παραξενούπολη. Κάπνιζε, οδηγούσε και σκεφτόταν τη κοπέλα που είχε στην αγκαλιά του, στο τόσο ζωντανό του όνειρο. Άνοιξε το ραδιόφωνο που είχε στο αυτοκίνητο, στο μόνο σταθμό που είχε η Παραξενούπολη. Ήξερε ότι από τις οχτώ μέχρι τις δώδεκα στον αέρα ήταν ο Ρέι με εκπομπή αφιερωμένη μονό στους ερωτευμένους που σχεδόν την περισσότερη ώρα ο Ρέι έλεγε αερολογίες περί έρωτος και αγάπης, πράγματα που κανείς ποτέ δεν καταλάβαινε και που και που έβαζε και κανένα τραγούδι. Σκέφτηκε άμα είμαι τυχερός μπορεί να πετύχω κάνα τραγούδι αλλά οι προσδοκίες του ήταν μάταιες αφού ο Ρέι ως συνήθως μιλούσε. Η φωνή του ήταν βαριά και αισθαντική. Ο Ρέι εκείνη τη μέρα είχε κάνει έρωτα με τη διευθύντρια του σταθμού, που τόσο καιρό τη κυνηγούσε σαν σάτυρος, έτσι εκείνο το βραδύ με το ηθικό του ανεβασμένο και το λίμπιντό του να χτυπάει κόκκινο προσπαθούσε να δώσει στους ακροατές  του συμβουλές για το πώς μπορούν να κάνουν τον έρωτα και την ευτυχία να συμβαδίσουν.

- Ο έρωτας είναι η πηγή της ευτυχίας

         Έλεγε


- Και η ευτυχία είναι η πηγή του έρωτα του μυαλού.  Πρέπει πρώτα να ερωτευτείτε τον εαυτό σας και            μετά θα κατανοήσετε τον  έρωτα προς άλλο άτομο.

Ο Μικέ τα άκουγε όλα αυτά απορημένος. Γιατί πρέπει να γίνεται τόση ανάλυση για ένα αίσθημα που απλά δεν μπορείς να το περιγράψεις. Έκλεισε με μανία και σιγουριά το ραδιόφωνο περιφρονώντας το σοφό Ρέι αφού πλέον ήξερε τι είναι ο ερωτάς και ευτυχία. Τα πράγματα είναι απλά:

ο έρωτας είναι ωραίος.

Με αυτή του την τελευταία σκέψη ο Μικέ έφτασε στο μπαρ που σύχναζε. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο περπάτησε προς την είσοδο, μπήκε και προχώρησε προς την αγαπημένη του θέση στο μπαρ όπως πάντα άχαρα και ντροπαλά αλλά πλέον μόνο στο σώμα. Στο μυαλό του υπήρχε υπεροψία και έβλεπε τους υπόλοιπους με λύπηση γιατί αυτός ήξερε τώρα, έμαθε πιο είναι το νόημα. Έτσι μετά από μερικές ώρες η μετά πολλών χρόνων θεωρεία του περί παντρέματος μυαλού και σώματος με πεθερά τη βότκα είχε καταρριφθεί. Το μυαλό του αρνήτων πεισματικά να ξεκολλήσει από την κοπέλα του ονείρου του, αγωνιούσε και ποθούσε να τη ξαναδεί στον ύπνο του ξανά. Έτσι την ώρα που οι υπόλοιποι θαμώνες τον μετέφεραν στο σπίτι του και τον έβαλαν στο κρεβάτι τύφλα στο μεθύσι, όλα στριφογύριζαν στο μυαλό του και κάθε σβούρα που έκανε ο νους του μια που επανερχόταν στη πραγματικότητα και έβλεπε σε μεγάλη απόσταση τα μακριά του πόδια χωρίς ίχνος δύναμης να τα κουνήσει και μια που χανόταν στο σύμπαν και αναπολούσε τη μαγική στιγμή που πέρασε με τη μυστηριώδη αυτή κοπέλα στο προηγούμενο υπνήλιο ταξίδι του.

Μετά από πολλούς κύκλους του μυαλού του και χωρίς καμιά ανταπόκριση από κανένα μυ στο κορμί του ο Μικέ αποκοιμήθηκε και άνοιξε τα μάτια του στην ίδια αυλή που τόσο βίαια το σκαθάρι στο λιβάδι τον ανάγκασε να αφήσει. Το κορίτσι στεκόταν απέναντι του και τον κοιτούσε στα μάτια. Ο Μικέ κοίταξε τον εαυτό του, το σώμα του που πάλι είχε έρθει σε κανονικές αναλογίες, αυτό τον ηρέμησε και σηκώνοντας το κεφάλι με μεγαλύτερη τώρα σιγουριά τη ρώτησε:

Πώς σε λένε;
Μέλοντι
Πώς με βρήκες;
Δε σε βρήκα εγώ. Εσύ με βρήκες.






Σε σκεφτόμουνα πολύ από την προηγούμενη φορά που συναντηθήκαμε.

Μια μεγάλη παύση ακολουθεί μεταξύ των δυο που κάνει το Μικέ να νιώσει άβολα. Η σιωπή έκανε την σιγουριά του Μικέ κομμάτια και χωρίς να το θέλει λες και το στόμα του πηρέ την πρωτοβουλία να μιλήσει από μονό του σαν ένα είδος επανάστασης προς τη σιωπή είπε:

Μίλησε μου και συ. Δε θες να μάθεις για μένα; Εσύ με σκέφτηκες καθόλου;
Σώπασε. Δεν θέλω να μάθω τίποτα για σένα γιατί δεν ζητώ τίποτα από σένα. Απλά να είμαστε μαζί.

Η Μέλοντι άπλωσε το χέρι και ο Μικέ άρχισε να περπατά προς αυτήν κοιτάζοντας την έντονα στα μάτια όπως ακριβώς και αυτή, καταλαβαίνοντας ακριβώς τι ήθελε να του πει. Έτσι εκεί στην πίσω αυλή που του είχε συστήσει η Μέλοντι προ ωρών, ανάμεσα στις τέσσερις κόρες των ματιών τους υπογράφτηκε μια αόρατη συμφωνία σιωπής. O Μικέ έπιασε το χέρι της Μέλοντι και αμέσως βρεθήκαν και οι δυο τους στην πράσινη πλατεία. Οι δυο τους αγκαλιαστήκαν και κοιτούσαν τον ουρανό που τους έκανε παιχνίδια με τα σύννεφα στη μεγάλη οθόνη του σύμπαντος.

Ο Μικέ ξύπνησε. Ήταν πρωί. Δεν έπρεπε να πάει στη δουλειά όμως σήμερα, μπορούσε να σηκωθεί όπως πάντα να φτιάξει καφέ, να στρίψει τσιγάρο, μπορούσε να πάει να βοηθήσει τον κύριο Μπέρον στην ατελείωτη για χρόνια κηπουρική του, όπως έκανε σε κάθε του ρεπό, μπορούσε να πάει ξανά στη πράσινη πλατεία η έστω μέχρι απέναντι στη θλιμμένη Μαρία να την παρηγορήσει. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν έκανε. Απλά έμεινε ξαπλωμένος και κοιτούσε το ταβάνι αγαλιασμένος και ήρεμος με ένα μειδίαμα στα χείλη και την ευτυχία ζωγραφισμένη στα μάτια του. Τα κατάφερα σκέφτηκε την ξαναείδα. Ο Μικέ προσπαθούσε να αποτυπώσει όσο πιο έντονα γινότανε στο μυαλό του τις ονειρικές αυτές αναμνήσεις αφιερώνοντας ένα τεράστιο μέρος του μυαλού του στη Μέλοντι. Και ξαφνικά του ήρθε η ιδέα. Βιαστικά προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι, όταν το υπόλοιπο μέρος του σώματος του που δεν ήταν αφιερωμένο στη Μέλοντι άρχισε να παραπονιέται και να του στέλνει πόνο σε όλο του το σώμα λες και τον τιμωρούσε για το χθεσινό μούλιασμά του στο αλκοόλ. Ο Μικέ ξαναξάπλωσε και αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει πιο αργά και προσεκτικά τώρα. Με αργές κινήσεις άρχισε να σηκώνεται. Ήταν πάντα αστείο να βλέπεις το Μικέ να ξυπνά το πρωί και να προσπαθεί να σηκώσει το τεράστιο κορμί του μέχρι που να στηθεί στα πόδια του, σήμερα ήταν ακόμα πιο αστείο καθώς προσπαθούσε να φέρει τα πόδια του σε συνεργασία με το υπόλοιπο του σώμα χωρίς μεγάλη επιτυχία. Προχώρησε προς την κουζίνα και άνοιξε το τελευταίο ντουλάπι πάνω πάνω που το είχε αφιερώσει στην εκδίκηση του κυρίου Κόμπο. Όποτε ο κύριος Κόμπο έκανε παρατήρηση στο Μικέ, ο Μικέ έκλεβε κρυφά και ύπουλα ένα πακέτο μικρά κίτρινα χαρτάκια και έτσι πίστευε ότι οι δυο τους είχανε πατσίσει, χωρίς φυσικά ο ένας να το ξέρει. Πρώτη φορά τώρα είχε παρατηρήσει πόσα πολλά είχε μαζέψει. Άρχισε να γράφει πάνω σε αυτά περιγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια τις συναντήσεις του με τη Μέλοντι. Έτσι σκέφτηκε δεν θα τα ξεχάσω ποτέ.

Οι μέρες περνούσαν και ο Μικέ με την Μέλοντι επιδίδονταν κάθε βραδύ σε μακρινά βουβά ταξίδια που η σιωπή άφηνε χώρο στο συναίσθημα και το συναίσθημα γέμιζε τις ψυχές των δυο ερωτευμένων, χωρίς τα λόγια να μπαίνουν ανάμεσα τους. Ο Μικέ τώρα κατάλαβε γιατί η αγαπημένη του επέλεξε τη σιωπή. Τα λόγια μπορούν να οδηγήσουν το συναίσθημα σε άλλα μονοπάτια πιο κακοτράχαλα, φέρνουν αμηχανία και αδυνατούν να περιγράψουν αυτό που λένε τα μάτια και η καρδιά. Κάνουν τους ανθρώπους να ξεχνούν τη πραγματική ουσία των συναισθημάτων που αντί να τη νιώσουν προσπαθούν να τη περιγράψουν. Εκτός όμως από τις νέες γι αυτόν θεωρίες, που συνεχώς έγραφε και τα μακρινά απόκοσμα ταξίδια του μυαλού του, πίσω στη πραγματική του ζωή, το σπίτι του άρχισε να κιτρινίζει. Δεν ήταν ένα από τα παράξενα όνειρά του, αλλά οφειλόταν στα πολλά χαρτάκια που κάθε πρωί έγραφε και κολλούσε στους τοίχους. Όποτε ξυπνούσε το πρωί ο Μικέ καθόταν και έγραφε μετά μανίας μέχρι που τον ξαναπαίρνε και πάλι ο ύπνος και ξανά η ίδια ιστορία από την αρχή. Αυτό συνεχίστηκε για πολλές μέρες και όσο πιο πολύ κοιμότανε, τόσο περισσότερο χρόνο περνούσε με την Μέλοντι απολαμβάνοντας τον έρωτα αλλά και το καινούργιο του κορμί και τόσο πιο πολύ βούλιαζε στους σωρούς με τα μικρά κίτρινα χαρτάκια.

Μια από αυτές τις παράξενες βραδιές του βωβού έρωτα του Μικέ και της Μέλοντι, καθώς οι δυο ταξίδευαν χέρι χέρι στον άπειρο χώρο του ονείρου ο Μικέ έκλεισε τα μάτια και όταν τα άνοιξε βρισκόταν στο ίδιο σημείο, εκεί που είχε δει για πρώτη φορά την αγαπημένη του. Εκεί που η αχτίδα ηλίου ακόμα χτυπούσε με μανία το έδαφος, μόνο που τώρα αντί να χτυπά την Μέλοντι χτυπούσε αυτόν. Αυτόν αλλά και τα μακριά του πόδια και χέρια. Ο Μικέ ξαφνιάστηκε, έχοντας τα χαμένα προσπαθούσε να καταλάβει πως βρέθηκε εκεί, πως επέστρεψε το πραγματικό του σώμα και πιο πολύ πως έχασε έτσι τη Μέλοντι. Αλλά ήξερε. Πώς το είχε μάθει; Ήξερε ότι δεν θα τη ξαναδεί, ήξερε ότι θα ξυπνήσει θα σηκωθεί από το τεράστιο του κρεβάτι και θα πετάξει στα σκουπίδια όλα τα κίτρινα χαρτάκια, ήξερε ότι θα βγει από το σπίτι και θα συναντήσει τον κύριο Μπέρον. Ήθελε τώρα να ξαναβγεί έξω στην παράξενή του πόλη, να ξαναζήσει και να νιώσει αληθινά, όπως του είχε μάθει η Μέλοντι.

Ο Μικέ ξύπνησε, σηκώθηκε έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του, έφτιαξε καφέ, έστριψε ένα τσιγάρο. Ήπιε με δυο γουλιές το καφέ έκανε δυο τζούρες από το τσιγάρο και άρχισε να μαζεύει τα κίτρινα χαρτάκια που είχαν πλημμυρίσει το σπίτι του με σκέψεις και ιστορίες. Βγήκε έξω και αμέσως το βλέμμα του έπεσε στον κύριο Μπέρον. Ο κύριος Μπέρον τον είδε και προσπαθούσε να τον καλημερίσει μέσα από τον λόξυγκά του. Ο Μικέ του είπε χαμογελώντας:

Καλημέρα κύριε Μπέρον.

Ο λόξυγκας του κυρίου Μπέρον σταμάτησε μετά από είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια.

Μικέ μιλάς; Μικέ μιλάς ξανά. Μα πώς έγινε αυτό μετά από τόσα χρόνια.

Έμαθα τη σημασία των λέξεων τώρα κύριε Μπέρον. Καλημέρα.

Ο Μικέ άφησε πίσω του τον κύριο Μπέρον που σιγά σιγά άρχισε να βρίσκει και πάλι τον παλιό ενοχλητικό εαυτό του. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για κάπου που δεν ήξερε, αλλά δεν τον ένοιαζε, γιατί τώρα ήξερε τη σημασία των λέξεων.