Προσπαθώ τέσσερα χρόνια να βρω τίτλο και δεν τα καταφέρνω, οπότε θα το πω ''άτιτλο''

                                                            1

Η κυρά Μαρία βγήκε από το υπνοδωμάτιο. Όλοι κοιμόντουσαν ακόμη. Οι περσίδες άφηναν το φως της αυγής να χτυπά το προκοίλι του άντρα της. Τα ρουθούνια του έβγαζαν άναρθρες κραυγές ικετεύοντας για οξυγόνο, τραντάζοντας τα σκληρά ξύλινα ποδάρια του κρεβατιού. Τον μεγάλο γιο τους, τον είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ στο σαλόνι, μισόγυμνο σε μια στάση ικανή να περάσει οποιαδήποτε ακρόαση κινέζικου τσίρκου. Ο μικρός, το κακομαθημένο ως συνήθως της οικογενείας, κοιμόταν σε πουπουλένια στρώματα χήνας στο άλλο υπνoδωμάτιο.
Αφού επανέφερε τον οικιακό χάρτη στο μυαλό της ανασυντάσσοντας όλα τα χθεσινά στοιχεία, διέσχισε τον διάδρομο του σπιτιού μέχρι που έφτασε στο σταυροδρόμι, μπάνιο, κουζίνα, σαλόνι. Εκεί δεν την περίμενε ο διάβολος ψάχνοντας ψυχές προς πώληση αλλά η ταλαίπωρη κύστη της που ξύπνησε στην ιδέα ανακούφισής της. Έστριψε αριστερά, μπήκε στο μπάνιο, σήκωσε το χιλιοφορεμένο νυχτικό της και άφησε άτσαλα το γέρικο κάτουρο να χυθεί στην τουαλέτα. Έπλυνε το πρόσωπο της με κρύο νερό και ενώ λίγες σταγόνες από την υγρή της ανάγκη της γαργαλούσαν το μπούτι αναρωτιόταν όπως κάθε πρωί τι θα μαγείρευε στους μαχαραγιάδες του σπιτιού.
- Χθες φάγαμε φακές για μεσημεριανό..... αν και ο μεγάλος δεν έφαγε πολύ, δεν ξέρω γιατί....ίσως να φταίει αυτή η κοπέλα που έφερε μαζί του προχθες. Αυτές οι νέες δεν ξέρουν να περιποιούνται τους άντρες τους. Πάει χάλασε ο κόσμος, ούτε ένα πιάτο δεν σηκώστηκε να μαζέψει από το τραπέζι..... και αυτά τα τσιγάρα, τα στριφτά.... με χασικλού τα χει ο γιος μου....και αν είναι και ο ίδιος χασικλής. Την Κυριακή γύρισε σπίτι και είχε κόκκινα μάτια σαν παντζάρια, τα ξέρω εγώ αυτά....έβλεπα τους γεροαληταράδες του χωριού όταν ήμουν μικρή. Τον γείτονα τον ψηλό, αιώνιος εχθρός του μπαμπά.....πώς τον λέγαν; .....πώς τον λέγαν; ........οι νέοι τώρα δεν τρώνε σφαλιάρες, ο πατέρας όμως μου δεν τις τσιγκουνευόταν....γενικά δεν ήταν τσιγκούνης και η μαμά το έλεγε...πάντα σκληρός αλλά μας έδινε και πολλά αλλά εκτός από σφαλιάρες.....κι αν ήταν μόνο από τις χερούκλες του, πάλι καλά..... κάποιες φορές με χτυπούσε στη πλάτη χωρίς τσίπα, με ουρά βοδιού........... Ααααα .....τσιπούρα θα φτιάξω σήμερα.....Μα πως μου ήρθε; ... ας πάω να ετοιμαστώ.
Μπήκε στο υπνοδωμάτιο κινούμενη σαν πνεύμα, ετοιμάστηκε αθόρυβα, πήρε το πορτοφόλι της, τα κλειδιά, δυο καραμέλες γλυκάνισο στην τσέπη, μια για αυτή και μια για τον ψαρά, έκλεισε την πόρτα αθόρυβα πίσω της και μπήκε στον ανελκυστήρα. Μπροστά στον καθρέφτη έφτιαξε λίγο το τσεμπέρι, ίσιωσε λίγο την βάτα από το σακάκι και περίμενε να κατεβεί. Βγαίνοντας έξω στραβώθηκε από τον δυνατό ήλιο. Οι κόρες του ματιού της συστάλθηκαν επαναφέροντας την όρασή της στα κανονικά επίπεδα, όσο κανονικά μπορεί να είναι σε αυτή την ηλικία.
- Είμαι έτοιμη να ξεκινήσω
Και ξεκίνησε. Πηδηχτά και χαρωπά , σχεδόν τσαχπίνικα στο πνεύμα αλλά χωρίς να το παρακάνει όπως την πρόσταζαν τα ερωτικά πρότυπα της εποχής της, τρεκλίζοντας και ψιλοκουτσένοντας όπως την πρόσταζαν τα γέρικα κόκκαλά της και η αρθρίτιδα.
                                                           
  2
Η παλιά πόλη δεν δέσποζε στο τοπίο. Είχε κρυφτεί κάτω από την σκιά της νεοσύστατης πολιτείας που είχε κτιστεί στα πλαίσια διαφημιστικών καμπανιών και οικονομικού ανταγωνισμού δεύτερης επιλογής. Οι ήχοι της κρυφτήκαν σε αυτούς του καινούργιου λιμανιού και των μεγάλων οδικών αρτηριών. Στα στενά της κυκλοφορούσαν την διάρκεια της μέρας έμποροι λιανικών, βιοτέχνες και τεχνίτες προηγούμενης εποχής και τα βράδια ξωτικά που έψαχναν αλκοόλ να καταλαγιάσουν τους υποτιθέμενους, αυτοδημιούργητους δαίμονές τους. Στην περιορισμένη επικράτεια της τέσσερα ήταν τα βασικά είδη οργανισμών που φιλοξενούσε. Πενταμελής νεοφιλελεύθερες οικογένειες βουτηγμένες στην άγνοια, αναρχικές αυτόνομες ομάδες αδέσποτων σκυλιών, τσιγγάνοι πρώην νομάδες που είχαν ήδη από καιρό εγκατασταθεί μόνιμα και ένα μεγάλο πλήθος γλάρων.
Οι τελευταίοι είχαν από καιρό σταματήσει την αναζήτηση τροφής όπως οι πρόγονοί τους είχαν διδάξει. Για αυτά τα πουλιά η παλιά πόλη είχε γίνει ένα καινούργιο ανοιχτό πέλαγος, γεμάτο πρωτόγνωρες ευκαιρίες. Κύκλωναν τον αέρα πάνω από χασάπικα, ψαράδικα τρώγοντας ό,τι απόμενε στο τέλος της μέρας. Οι παλιές αποθήκες μια φορά τον μήνα, κάθε τελευταία παρασκευή, πετούσαν το μεταλλαγμένο σιτάρι και κριθάρι που τους περίσσευε, προσφέροντας στους γλαρούς ένα λουκούλλειο γεύμα μια στο τόσο. Ο κύκλος της ζωής είχε μετατραπεί σε μια διεστραμμένη περίμετρο αυτοκάθαρσης. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Νεκρά σκυλιά, σκουπίδια, νεκρά και ζωντανά γατιά, σκατά και κατουρημένα μπαγιάτικα ψωμιά, κατσαρίδες, ακρίδες και νυχτερίδες ικανοποιούσαν πρόσκαιρα τις ανικανοποίητες ορέξεις των γλάρων. Το μεταλλαγμένο υλικό που καταβρόχθιζαν τα μετέτρεψε σε αιμοβόρους τυχοδιώχτες, παραμόρφωσε τα σώματα και τα φτερά τους. Θέριεψαν και από υγροαρπαχτικά απόμειναν σκέτα αρπαχτικά. Η πρόσθεση μεταλλαγμένων ουσιών αφαίρεσε την υγρή τους φύση.
                                                             3
Η πολύχρονη γλώσσα της κυρά Μαρίας στριφογυρνούσε την καραμέλα από γλυκάνισο στο στόμα της. Το αρχαιότατο ανθρώπινο καρύκευμα της δημιουργούσε μια ανεξήγητη οικειότητα μεταξύ του ουρανίσκου της και των νευρικών απολήξεων του εγκεφάλου της. Η στοά με τα ψαράδικα της παλιάς πόλης είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται στο βάθος.
- Τρία κιλά τσιπούρες νομίζω θα πάρω. Κοιμόταν και ο άντρας μου, να τον ρωτούσα. Αυτός τα υπολογίζει καλύτερα. Ίσως και πατάτες να φτιάξω, τηγανιτές, αρέσουν στο μικρό. Γενικά οι άντρες τα υπολογίζουν καλύτ.....
- Καλώς την κυρά Μαρία
- Καλημέρα
- Αφηρημένη σε βλέπω σήμερα
- Κάτι σκεφτόμουν και ξεχάστηκα. Τελοσπάντων. Είπα να φτιάξω ψάρι σήμερα.
- Το κατάλαβα, αλλιώς τι ήρθες εδώ πέρα? για 'μένα?
Χαμόγελα
Αμοιβαία η συμπάθεια των δυο. Ίσως και ένας ετεροχρονισμένος έρωτας, ίσως σε αόριστο χρόνο και σε ανίατα νιάτα οι δυο τους να ήταν εραστές. Το ξέραν κατά βάθος και οι δυο, αν και ήταν αδιανόητο για την καρδιά τους να το παραδεχτεί. Κάπου η προ καιρού εμμηνόπαυση της κυρά Μαρίας, κάπου οι όλο και αραιότερες καύλες του ψαρά, κάπου τα χρόνια διαφοράς μεταξύ τους, δεν τους έδωσαν καμία ευκαιρία.
- Τρία κιλά τσιπούρες θέλω
- Αμέσως, τις καλύτερες
Χαμόγελα
- Να τις καθαρίσω κυρά Μαρία?
- Όχι ας τες, θα τις κάνω εγώ, έχω όρεξη σήμερα.
Ο ψαράς βούτηξε στα ψυγεία ψάχνοντας για τα καλύτερα του κομμάτια.
Η κυρά Μαρία τον κοιτούσε έτσι που είχε σκύψει. Τι λιγδιάρης που έχει απογίνει. Πως τον αντέχει η γυναικά του με αυτή την μυρωδιά από ψαρίλα. Αλλά αυτή τον έχει καταστρέψει. Έχω ακούσει πολλά γι αυτήν. Και όμως τον θυμάμαι, νεαρό, πριν παντρευτεί. Ωραίο παιδί ήταν και δυνατό.
- Τρία κιλά τσιπούρες για την κυρά Μαρία.
- Ευχαριστώ, πόσα χρωστώ?
- Είκοσι εφτά
- Ορίστε
- Ευχαριστώ κυρά Μαρία και καλή όρεξη
- Πάρε και μια καραμέλα γλυκάνισο να δροσιστείς.
Χαμόγελα
Πηρέ την νάιλον σακούλα με τα ψάρια και μαζί τον δρόμο της επιστροφής. Στρίμωξε καλύτερα τα ψάρια στην σακούλα, στρίμωξε και την διαδρομή που θα ακολουθούσε στο κεφάλι και ξεκίνησε για το σπίτι.
                                                         4
Η αγέλη των γλάρων έχει αυστηρή ιεραρχία. Το κεφάλι της αγέλης δεν σηκώνει και πολλά. Είναι το άλφα αρσενικό, ο αρχηγός, ο βασιλιάς, ο πιο δυνατός. Η πιο γαμψή μύτη, τα πιο μεγάλα και δυνατά φτερά, το πιο λευκό πούπουλο, τα πιο σκληρά νύχια, η πιο οξυδερκής ματιά και η καλύτερη ακοή συνέθεταν την προσωπικότητα αυτού του πουλιού. Δεινός κυνηγός ψαριών, που είχε ξεπέσει στην επαιτεία υπολειμμάτων της ανθρώπινης κοινότητας. Μαζί με την ομάδα του, αλώνιζαν τον ουρανό της παλιάς πόλης προς αναζήτηση τροφής, ουρλιάζοντας σαν δαιμονισμένα μωρά στην αγκαλιά της μάνας. Η κυρά Μαρία κοίταξε  στον ουρανό.
- Πω πω, όσο πάνε και πληθαίνουν και γίνονται και πιο μεγάλοι αυτοί οι γλάροι. Αγρίεψαν κιόλας. Έτσι μου φαίνεται. Σαράντα χρόνια πριν τους θυμάμαι να ταν πιο μικροί και χαριτωμένοι. Τους σκιάζομαι τώρα. Τι ωραία που ήταν η παλιά πόλη. Μου έχουν λείψει οι μυρωδιές της και όχι αυτή η μπόχα που επικρατεί τώρα. Με έφερναν οι γονείς μου μικρή, να ταΐσω τα ψαράκια και τα γλαράκια. Έτσι μου έλεγαν.
                                                                5
Ένας διακόπτης τέθηκε σε λειτουργιά. Ένα κοσμικό κλικ, ταρακούνησε το γενετικό υλικό του αρχηγού των γλάρων. Μια καινούργια, ιδεατή, άγνωστη γεύση πλημμύρησε τον ουρανίσκο του. Ένας ανώτερος άρχων πρόσταζε τις κινήσεις του πλέον, δεν ήταν κύριος του εαυτού του. Ο θεός, ο Αλλάχ, ο Τάο ή κάποιος ινδικός γλαρόμορφος θεός είχε το πάνω χέρι. Ίσως η μητέρα φύση ξύπνησε από την λήθη της θυμωμένη και πήρε τα νήματα στα χέρια.
Ο φτερωτός ηγέτης έκανε δυο αναγνωριστικές στροφές, έφερε το κορμί του στην κατάλληλη στάση, υπολόγισε ύψος, μήκος, πλάτος και κίνηση, έριξε τα φτερά προς τα πίσω και άρχισε την κατακόρυφη πορεία του όπως οι γονείς του δίδαξαν, όταν έβλεπαν μικρές αναταράξεις στην επιφάνεια του νερού. Το βάρος του έδινε όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Κάπου στους μαιάνδρους του μικροσκοπικού εγκέφαλού του ξύπνησε το ένστικτο της επιβίωσης, κάπου η αρχηγική του φύση προκήρυξε την επανάσταση. Οι υπόλοιποι γλάροι κοιτούσαν κάνοντας κύκλους σαστισμένοι. Αυτό ήταν έξω από την πραγματικότητά τους. Το άλφα, μέγα αρσενικό είχε ήδη αποκτήσει την ταχύτητα που επιθυμούσε σκίζοντας με το αεροδυναμικό του σχήμα τον αέρα.
Τρύπησε τον θώρακα της κυρά Μαρίας και κάρφωσε το ράμφος του κατευθείαν στην καρδιά. Ο θάνατος της ήταν ακαριαίος. Ούτε μια τελευταία λέξη δεν πρόλαβε να πει. Ούτε καν μια τελευταία σκέψη. Από μικρή ονειρευόταν τούτη τη στιγμή. Όλοι το έχουμε κάνει. Ο ιδανικός θάνατος, η τελευταία σου ατελής πράξη. Την έχουμε σκηνοθετήσει, επιλέξαμε πρωταγωνιστές και κομπάρσους, γράψαμε σενάρια, τα σκίσαμε και τα ξαναγράψαμε.  Η ίδια της, ήθελε να ανέβει σε ένα λόφο, να δει το ηλιοβασίλεμα και να φύγει μαζί με τον ήλιο. Ήθελε ο ήλιος να την πάρει στο ταξίδι του και να αφήσει τους υπόλοιπους ανθρώπους πίσω στην γη να την χαιρετάνε και να την ρωτάνε που πάει χωρίς να απαντά. Η μακάβρια ταινία της δεν παίχτηκε ποτέ και ο ήλιος αντί να την ταξιδέψει, της χτυπούσε δυνατά το πρόσωπο που είχε κοκαλώσει στο χρόνο. Είχε στο σπίτι ένα άντρα και δυο παιδιά που είχαν ξυπνήσει και την περίμεναν, είχε μια μακρά ιστορία πίσω της, είχε ένα μικρό κομπόδεμα κρυφά από τον άντρα της σε ένα κουτάκι άδειο από ρίγανη πίσω από τις σωλήνες του νεροχύτη, είχε στην τσέπη κλειδιά, κάτι ψιλά και ένα περιτύλιγμα από καραμέλα γλυκάνισο. Είχε καρφωμένο στο στήθος ένα γλάρο να της τρώει την καρδιά.
Η ιεραρχία στην φύση δεν άφηνε άλλα περιθώρια. Τα υπόλοιπα υδρόβια πτηνά είχαν μόνο μια επιλογή και είχαν ήδη κατεβεί πάνω στο γέρικο σώμα που ήταν σωριασμένο στην άσφαλτο και το φαγοπότι είχε ήδη ξεκινήσει. Τις ξέσκιζαν τα ρούχα και με τα γαμψά τους ράμφη, ξεκολλούσαν και καταβρόχθιζαν κομμάτια σάρκας από το πρόσωπο, το λαιμό, την κοιλιά, τα χέρια και τα πόδια της κυρά Μαρίας. Δεν πηρέ πολλή ώρα να εξαφανίσουν ένα μικροκαμωμένο, ζαρωμένο κορμί. Ο αρχηγός είχε τελειώσει την καρδιά. Σήκωσε το κεφάλι βουτηγμένο στο αίμα, ευχαριστημένο πλέον και χορτάτο κοίταξε γύρω του δηλώνοντας έτσι την λήξη του μεσημεριανού γεύματος. Άνοιξε τα φτερά του, απογειώθηκε ξανά στον ουρανό, ψάχνοντας κάπου να χωνέψει την κυρά Μαρία. Οι υπόλοιποι υπήκοοι ακολούθησαν πιστά όπως πάντα. Μια μεγάλη κηλίδα αίματος είχε ζωγραφίσει κόκκινο το δρόμο. Ο ήλιος το είχε ήδη ξεράνει. Το τελευταίο σκυλί που πλησίασε την όση απόμεινε κυρά Μαρία πηρέ το τελευταίο της κόκκαλο που είχε ξεχαστεί και αποσύρθηκε κάπου απόμερα με σκιά να το μασουλήσει με την ησυχία του. Οι τρεις τσιπούρες είχαν σκορπίσει λίγα μέτρα δίπλα από την κηλίδα αίματος και η διαδικασία αποσύνθεσής τους είχε ήδη ξεκινήσει.
                                                                     6

- Μπαμπά, μπαμπά, πάμε, πάμε, πάμε....... Θέλω να πάμε.......ααααααααααααα.......σε παρακαλώ πάμεεεεεε......
- Κορίτσι μου, πόσες φορές θα σου το πω, θέλω να δω το ποδόσφαιρο, ο μπαμπάς θέλει να ξεκουραστεί σήμερα.
- Μα μου υποσχέθηκες ότι όταν δεν πας δουλειά θα πάμε βόλτα.
- Παίξε αγάπη μου με τις κούκλες σου, τι σου τις αγόρασα? Πήγαινε στις φίλες σου να παίξετε.
- Όχι δεν θέλω, δεν θέλω, δεν θέλω. Θέλω να πάμε.
- Μην με πρήζεις .......... πήγαινε στην μαμά.
- Δεν πάω, μου είπες ότι θα πάμε βόλτα και δεν πάμε ....... αααααααααα ......... θέλω να πάμε.
- Ωραία, ωραία σταμάτα, θα πάμε. Σταμάτα τώρα
- ναιιιιιιιι, πάμε τώρ.....
- Περίμενε, περίμενε. Πρέπει να μου υποσχεθείς κάτι πρώτα όμως.
- Ναι μπαμπά ό,τι θες.
Αν είσαι ήσυχη μέχρι να το τελειώσει το ματσ, ο ,μπαμπάς θα σε πάει στην παλιά πόλη να ταΐσουμε τα γλαράκια. Εντάξει?
- ναι μπαμπάκι μου θα είμαι φρόνιμη. Πάω να ντυθώ.