Μικρά κίτρινα χαρτάκια

Ξύπνησε το πρωί με μεγάλο πονοκέφαλο. Το προηγούμενο βράδυ μετά από μεγάλη κατανάλωση βότκας είχε αρχίσει να κάνει πράξη τη μεγάλη θεωρία της ζωής του. Πίστευε ότι το μυαλό και το σώμα του ήταν δυο διαφορετικά αντικρουόμενα μέρη του εαυτού του και έψαχνε έως την μέχρι τώρα εικοσιτριάχρονη ζωή του τον τρόπο που θα κατάφερνε να παντρέψει αυτούς τους δυο κόσμους μέσα του. Έτσι μετά από πολλές αλκοολικές  χημείες κατέληξε που και που να πίνει μέχρι το μεθυσμένο του κορμί και το μεθυσμένο του μυαλό να συναντηθούν. Σηκώθηκε από το μετά ειδικής παραγγελίας του κρεβάτι λόγω του υπερβολικά  τεράστιου του ύψους έριξε λίγο νερό στο χλωμό από την αδυναμία πρόσωπό του, έφτιαξε καφέ, έστριψε ένα τσιγάρο και άρχισε να πληκτρολογεί τα νούμερα του τηλεφώνου της δουλειάς του ώστε να ζητήσει συγγνώμη για την αργοπορία του. Τα δάχτυλα του με αστραπιαίες κινήσεις, χτύπησαν τον αριθμό, που είχε απομνημονεύσει καλά τον τελευταίο καιρό λόγω του ότι αργούσε όλο και πιο συχνά στη δουλειά. Στην άλλη γραμμή απάντησε το αφεντικό του ο κύριος Κόμπο με την λεπτή σχεδόν γυναικεία φωνή του που όλοι τον κορόιδευαν για αυτήν πίσω από τη πλάτη του αλλά κανείς δεν το έκανε μπροστά του.

- Να τσακιστείς να έρθεις τώρα.

Ήταν οι τελευταίες λέξεις του κυρίου Κόμπο και ο Μικέ δεν άργησε να καταλάβει τι έπρεπε να κάνει.

Ο Μικέ δούλευε σε ένα εργοστάσιο στο κέντρο της πόλης που παρήγαγε αναμνήσεις όπως πάντα έλεγε ο κύριος Κόμπο. Μόνο που ούτε εργοστάσιο ήταν ούτε παρήγαγε αναμνήσεις, ήταν απλά ένα παλιό υπόγειο μέσα στα στενά της παλιάς πόλης που παρήγαγε τα γνωστά μικρά κίτρινα χαρτάκια με την κόλλα στη πίσω πλευρά τους που όλοι κάποτε γράψαμε κάτι που δεν θέλαμε να ξεχάσουμε πάνω με άσχημα γράμματα. Ήταν μια από τις γνωστές παρερμηνείες του κυρίου Κόμπο, που δεν αρκούταν μόνο σε αυτήν, αλλά πετούσε συχνά πυκνά φιλοσοφικές κοτσάνες στους υπαλλήλους του. Ο κύριος Κόμπο δεν είχε τελειώσει το σχολείο και για χρόνια , αδίκως, προσπαθούσε να διεισδύσει στους κύκλους των διανοούμενων της πόλης χωρίς αποτέλεσμα. Στα τριάντα του είχε ανακαλύψει την αρχαία ελληνική γραμματεία και είκοσι χρόνια μετά από τη ζύμωση των αρχαίων ελληνικών κειμένων, του φτωχού μυαλού του, και την παραγωγή εκατομμυρίων  μικρών κίτρινων κομματιών χαρτιού, φιλοσοφούσε τουλάχιστον δέκα φορές τη μέρα, κλεινότανε στο γραφείο του, τα έγραφε στα κίτρινα χαρτάκια του, τα κολλούσε στο τοίχο και τα κοιτούσε περήφανος σκεπτόμενος τη σίγουρη μεταθανάτιο δόξα του ως λογίου.
Ο Μικέ ήπιε με δυο γουλιές το καφέ, έκανε δυο τζούρες από το τσιγάρο ντύθηκε βιαστικά και κοιτάχτηκε στο καθρέφτη που η πάνω μεριά του ακουμπούσε στο ταβάνι. Ο Μικέ ήταν πολύ ψηλός, πάρα πολύ ψηλός, δυο μέτρα και εξήντα τρία εκατοστά για την ακρίβεια και με τα πυκνά σγουρά μακριά μαλλιά του έφτανε σχεδόν τα τρία μέτρα. Όμως παρά το μεγάλο του ύψος ήταν μόνο εξήντα κιλά ενώ όπως ο ίδιος είχε υπολογίσει σε μια στιγμή βαριεστημένης δημιουργικότητας αφαιρώντας το βάρος των μαλλιών του πενήντα. Είχε μακριά και λεπτά χέρια και τεράστιες παλάμες, που τα δάχτυλα φτάνανε ως το γόνατό του, είχε όμως και πολύ εκφραστικό πρόσωπο και ήταν το μονό κομπλιμέντο που άκουγε από γυναίκες αφού σε όλες αρέσανε τα μεγάλα πράσινα μάτια του. Ακούγεται αλλόκοτη η περιγραφή του Μικέ αλλά στην πόλη που ζούσε δεν ήταν τόσο αλλόκοτο αυτό αν και δεν μπορούμε να πούμε ότι περνούσε απαρατήρητος με τέτοιο ύψος.
Το τεράστιο κορμί του Μικέ ζούσε στην Παραξενούπολη που ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι όλοι είχαν έστω και μια παραξενιά να τους χαρακτηρίζει. Ως ένα μικρό δείγμα του τι εννοώ, οι γείτονες του Μικέ ήταν:

α) Στο δίπλα σπίτι ζούσε ο κύριος Μπέρον, ο ενοχλητικός Μπέρον  όπως τον φώναζαν όλοι, με τη γυναίκα του και τη μικρή τη μονάκριβη κόρη τους. Ο κύριος Μπέρον ήταν σαράντα δύο χρόνων και τα τελευταία είκοσι έξι χρόνια είχε λόξυγκα, γι΄ αυτό και το προσωνύμιο ενοχλητικός. Ο Μπέρον πάντα έλεγε στο Μικέ,  που τον αγαπούσε πολύ, ότι ο λόξυγκας του άρχισε όταν είδε για πρώτη φορά τη γυναίκα του και τα χάσε από την ομορφιά της αλλά και τα μακριά ίσια μαλλιά της. Η γυναίκα του κύριου Μπέρον, η κυρία Μπέραν ήταν πράγματι όμορφη. Τα μαλλιά της μάκραιναν εβδομήντα πέντε εκατοστά τη μέρα, δηλαδή πέντε μέτρα και είκοσι πέντε εκατοστά τη εβδομάδα ή αλλιώς είκοσι δυο και μισό μετρά το μήνα. Η μικρή κορούλα τους η Τζίνι μόλις εφτά χρόνων δεν είχε εμφανίσει κάποια παραξενιά ακόμα που να κάνει περήφανους τους γονείς της.

β) Απέναντι ζούσε η Μαρία. Η Μαρία ήταν το πιο μοναχικό κορίτσι στην Παραξενούπολη. Ήταν είκοσι πέντε χρονών και ζούσε μόνη σε ένα τεράστιο σπίτι με σφραγισμένα όλα τα παράθυρα και τις πόρτες. Κοιμότανε πάντα και με ακρίβεια οχτώ ώρες τη μέρα και τις υπόλοιπες δεκαέξι ώρες τις μέρας έκλαιγε. Στην εικοσιπεντάχρονη ζωή της έχυσε ποτάμια δακρύων και έβγαινε από το σπίτι μόνο κάθε Κυριακή για να πάει στο παντοπωλείο να αγοράσει τρόφιμα και πολλά πολλά πακέτα από χαρτομάντιλα.

γ) Το σπίτι στα αριστερά ήταν άδειο γιατί ο πυρομανής Εντουάρ είχε βάλει φωτιά σε ένα ταξί και ο δήμαρχος της πόλης ως άρχοντας διέταξε να φυλακιστεί ο Έντουαρτ αποκαλώντας τον δημόσιο κίνδυνο. Κανείς όμως στη πόλη δε σκέφτηκε ότι ίσως είχε το δικαίωμα να βάλει φωτιά στο ταξί αφού ήταν δικό του. Μέχρι που όταν η εκατονσαρανταεφτάχρονη κυρία Γκούντενσβαχτεν και μητέρα του κύριου Κόμπο ξύπνησε ένα πρωί και αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να πάρει ταξί όπως έκανε κάθε μήνα για να πάει στο κοιμητήριο να δει τον κατά πενήντα δύο χρόνια νεότερο άντρα της που είχε πεθάνει δυο χρόνια πριν. Έτσι άρχισε ο μεγάλος αγώνας της κυρίας Γκούντενσβαχτεν για την απελευθέρωση του αδικοφυλακισμένου Έντουαρτ.

Πίσω όμως τώρα στο Μικέ, που είχε ήδη αργήσει για άλλη μια φορά. Ο Μικέ βιαστικά βγαίνει από την κύρια πόρτα του σπιτιού του, χαιρετά τον κύριο Μπέρον που αυτός ανταποδίδει με λόξυγκα και στριμώχνεται στο αυτοκίνητό του. Δεν του άρεσε να οδηγεί καθόλου γιατί λόγω του τεράστιου μεγέθους του όσο που χωρούσε στο αυτοκίνητο του και αφού τα πόδια του φτάνανε μέχρι το τιμόνι, όποτε φρέναρε απότομα κόρναρε συγχρόνως. Σε δέκα λεπτά είχε φτάσει στο  "εργοστάσιο – υπόγειο"  κατέβηκε τις σκάλες άνοιξε τη μεγάλη βαριά πόρτα και μπήκε μέσα. Η ώρα ήταν εννέα και σαράντα πέντε και είχε ήδη αργήσει σαράντα πέντε λεπτά. Χτύπησε κάρτα και κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα προς το πόστο του, στο πακετάρισμα. Δεν σκεφτόταν όμως όπως κάθε πρωί ποιος διάολο αγοράζει τόσα πολλά κίτρινα χαρτάκια  αλλά για το τι θα άκουγε από τον κύριο Κόμπο. Ο Μικέ άρχισε να δουλεύει όταν ο επιστάτης που τα έλεγε όλα μισά και λίγα ήρθε προς το μέρος του.

Μικέ σε θε το αφε.

Ένεψε καταφατικά στον επιστάτη και άφησε το πόστο του κατευθυνόμενος προς τις σκάλες που οδηγούσαν στο γραφείο του κυρίου Κόμπο. Χτύπησε την πόρτα και η λεπτή φωνή του αφεντικού του ακούστηκε σχεδόν λες και πέρασε μέσα από την κλειδαρότρυπα.

Εμπρός.

Άνοιξε την πόρτα μπήκε μέσα και μετά από νόημα του κυρίου Κόμπο έκατσε απέναντι του. Ο κύριος Κόμπο σηκώθηκε από την καρέκλα του, κοίταξε τον Μικέ φούσκωσε το στήθος, του ψήλωσε δυο πόντους και εκεί που περίμενες να ακούσεις ένα λόγο αυστηρό και βροντερό βγήκε η λεπτή φωνή του χαλώντας την όλη πριν το λόγο ιεροτελεστία.

Κοίταξε Μικέ. Η δουλειά που κάνουμε εδώ είναι σοβαρή. Δεν φτιάχνουμε απλώς κίτρινα χαρτάκια.

Ο κύριος Κόμπο όσο και αν μισούσε το δίστιχο ‘κίτρινα χαρτάκια’ το ξεστόμισε.

Δεν φτιάχνουμε εδώ απλώς κίτρινα χαρτάκια Μικέ. Εδώ, επαναφέρουμε τις αναμνήσεις που έχουν χάσει οι άνθρωποι Μικέ. Γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις ότι οι άνθρωποι έχουν τόσα πολλά να σκεφτούν στη ζωή τους που χωρίς αυτά είναι χαμένοι. Θα σου πω απλώς ένα παράδειγμα να σε βοηθήσω να καταλάβεις.
 Όταν υπάρχει ένα επαγγελματικό ραντεβού και ξεχαστεί επειδή κάποιος δεν το είχε σημειώσει τότε χαλάει η δουλειά που ήτανε να συμφωνηθεί, αν χαλάσει η δουλειά Μικέ, τότε χαλάει και μια οικονομική συναλλαγή οπότε και το κράτος θα χάσει κάποια λεφτά, πολλαπλασίασε το αυτό επί χιλιάδες οικονομικές συναλλαγές που γίνονται καθημερινά τότε το κράτος όπως κι πολλά κράτη θα πέσουν σε οικονομική κρίση, θα υπάρχει φτώχια, πείνα και το χειρότερο ΠΟΛΕΜΟΣ

Είπε δυνατά

Και ποιο είναι Μικέ το χειρότερο στο πόλεμο; Τα πυρηνικά Μικέ. Απειλούμαστε αν δεν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας, και άτομα σαν εσένα δεν έχουν θέση σε τόσο σημαντικά πόστα. Είσαι αλλού Μικέ, δεν μιλάς, δεν γελάς και δεν απολαμβάνεις αυτό που κάνεις οπότε είμαι αναγκασμένος να σου ζητήσω να μαζέψεις τα πράγματα σου και να φυυυύγεις.

Στο φύγεις ο κύριος Κόμπο τράβηξε λίγο περισσότερο από το κανονικό το ’υ’ σχεδόν μέχρι που τσίριξε ξυπνώντας το Μικέ αφού δεν είχε ακούσει τίποτα από όλα αυτά εκτός από την απόλυση του. Δεν έβρισκε έτσι κι αλλιώς νόημα στη δουλειά όπως δεν έβρισκε νόημα στην ίδια τη μέχρι τώρα ζωή του. Αν του ζητούσαν να τη ζωγραφίσει θα την έφτιαχνε μαυρόασπρη, αν ήταν μουσική θα ήταν μελαγχολική, αν ήταν ταινία θα ήταν βουβή και βαρετή. Ο Μικέ σηκώθηκε κατέβηκε τις σκάλες μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε.
     Εν τω μεταξύ στην Παραξενούπολη υπήρχαν και πάλι διαμαρτυρίες έξω από το δημαρχείο. Η παραξενούπολη ήταν χωρισμένη σε δυο στρατόπεδα, στους πιο φιλελεύθερους που ήθελαν το άνοιγμα προς τον έξω κόσμο και στους συντηρητικούς, που είχαν και την εξουσία, και πίστευαν ότι είναι ξεχωριστή φυλή με καταγωγή τον πλανήτη Άρη που έφτασαν στη γη από τότε που έπεσαν οι τρίχες από τα μαμούθ και έγιναν ελέφαντες. Οι πιο φιλελεύθεροι πολίτες πίστευαν ότι με όλες αυτές τις παραξενιές θα σπάζανε όλα τα ρεκόρ παράξενων και ακραίων στο κόσμο και βλέπανε στο μέλλον το όραμα της μεγάλης Παραξενούπολης γνωστής και τρανής στην υφήλιο. Είχαν γεμίσει τη πόλη αφίσες γεμάτες με τα κατορθώματα τους.
       


ΜΠΟΙΚ : Μακρύτερο φτύσιμο        – 26,36 μέτρα

ΝΤΟΡΜΟΥΝ : Μεγαλύτερο αιδοίο – Τον καιρό των μεγάλων αναταράξεων στη
                                                                   πόλη είχε κρύψει μέσα τρεις διαδηλωτές              
                                                                   από την αστυνομία.

ΜΙΚΕ : Ο ψηλότερος άνθρωπος – 2 μέτρα και 63 εκατοστά

ΚΟΡΛΕΟΝΙ-ΚΑΝΤΟΝΙ : Η πιο μακρόχρονη χειραψία – 23 ώρες και 16 λεπτά


Καθώς η πορεία περνούσε μπροστά από το δημαρχείο ο Μικέ βρισκόταν στα φανάρια και έβλεπε των όχλο των φιλελευθέρων της Παραξενούπολης να απομακρύνεται βλέποντας και το όνομα του σε μια από τις αφίσες. Δεν τον ένοιαξε αφού έτσι κι αλλιώς είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχε να ασχοληθεί με τα δρώμενα της Παραξενούπολης. Συνέχισε τη πορεία του κατευθυνόμενος προς το αγαπημένο του μέρος που από παιδί του άρεσε να πηγαίνει και να σκέφτεται, την "πράσινη πλατεία". Η "πράσινη πλατεία" που μόνο αυτός είχε ονομάσει έτσι ήταν ένα λιβάδι λίγο έξω από την Παραξενούπολη που όλες τις εποχές του χρόνου με οποιοδήποτε καιρό ήταν πάντα το ίδιο πράσινο. Ο Μικέ πάντα σκεφτόταν ότι θα έδειχνε πιο ωραίο με λουλούδια και του πέρασε από το μυαλό η ιδέα να φυτέψει μερικά, αλλά σιγά σιγά άρχισε να πιστεύει ότι είναι έτσι για κάποιο λόγω οπότε το ανέβαλε για πάντα. Πάρκαρε το αυτοκίνητό του στο δρόμο, ξεδιπλώθηκε με δυσκολία από το  όχημα και άρχισε να περπατά προς το κέντρο του λιβαδιού. Φόρεσε τα μαύρα του γυαλιά γιατί δεν του άρεσε ο ήλιος. Πάντα έλεγε στον εαυτό του ότι ο ήλιος δεν κάνει καλό στους ανθρώπους γιατί κάνει πιο διακριτές τις ατέλειες τους, τα λάθη τους και την ασχήμια κάνοντας τους κομπλεξικούς, ανασφαλείς και υποκριτές, ενώ αγαπούσε το φεγγάρι, γιατί ήταν χλωμό και όπως το βλέπε του φαινόταν πολύ κουρασμένο για να έχει τη δύναμη να υποκριθεί ότι είναι κάτι άλλο, έκανε τους ανθρώπους πιο ειλικρινείς και πιο ρομαντικούς. Βέβαια όλα αυτά στην Παραξενούπολη ήταν αλλόκοτες σκέψεις ενός χλωμού σαν το φεγγάρι Παραξενοπολίτη που η ευαισθησία του ήταν μεγαλύτερη παραξενιά και από το τεράστιο αιδοίο της Ντορμούν. Ο Μικέ στη Παραξενούπολη θεωρείτο κάτι σαν αδύναμος κρίκος της πόλης τους έξω από τα καθημερινά δρώμενα τους, που φυσικά ήταν ποιος την έχει πιο μεγάλη, τη παραξενιά.

Ξάπλωσε στο χορτάρι, άπλωσε τα μακριά του χέρια και πόδια δημιουργώντας ένα τεράστιο σταυρό. Κάποιοι παραξενοπολίτες λένε ότι τον είδανε μια φορά εκεί στο λιβάδι από το αεροπλάνο. Ο Μικέ σκεφτότανε τη ζωή του. Ένιωθε μοναξιά, ήθελε να επικοινωνήσει και να γίνει ενεργός στη πόλη του αλλά κάτι τον τραβούσε πίσω, δεν τον ενδιέφεραν όλα αυτά, του φαίνονταν μικρά μπροστά στις σκέψεις του περί ζωής και έρωτα που ούτε καν είχε γνωρίσει αληθινά. Προσπαθούσε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε γελάσει χωρίς αποτέλεσμα, όταν ξαφνικά του ήρθε στο μυαλό η εικόνα της κυρίας Γκούντενσβαχτεν να κάνει απεργία πείνας οκλαδόν μπροστά στο δημαρχείο με μόνο αίτημά της την αποφυλάκιση του ταξιτζή  Έντουαρτ, και τον κανακάρη της, το αφεντικό του, τον κύριο Κόμπο, να προσπαθεί αδίκως επί τέσσερις μέρες να τις ταΐσει ένα μπολ με κεφτεδάκια που είχε στα χέρια του. Ο Μικέ χαμογέλασε και σκέφτηκε:

Δεν το έγραφα σε ένα κίτρινο χαρτάκι να το θυμάμαι όποτε το βλέπω να γελάω.

Χαμένος μες στους λαβύρινθους του μυαλού του χωρίς να βρίσκει έξοδο αποκοιμήθηκε στο χορτάρι χωρίς να το καταλάβει. Ο Μικέ ξύπνησε. Δεν ήταν στη πράσινη πλατεία, βρισκόταν σε ένα μέρος τόσο συννεφιασμένο λες και ήταν νύχτα, μύριζε θανατίλα και κρύωνε. Κοίταξε γύρω του σαστισμένος και είδε μια τρύπα μέσα στα σύννεφα που άφηνε ελεύθερη μια αχτίδα από φως να περνάει, να συνθλίβει το σκοτάδι, και να χτυπάει με οργή το μαυρισμένο έδαφος. Γύρω του υψώνονταν ογκώδες πολυώροφες πολυκατοικίες χωρίς παράθυρα και πόρτες. Ήταν τρομαγμένος, δεν ήξερε που ήταν, δεν είχε ξαναβρεθεί εδώ, δεν ήταν στη Παραξενούπολη. Ξαφνικά άρχισαν να εμφανίζονται άνθρωποι αλλά όχι παραξενοπολίτες, κανονικοί άνθρωποι, με κανονικά χέρια, κανονικά πόδια, κανονικά αυτιά, χωρίς να φτύνουν είκοσι έξι μετρά ούτε να κάνουν χειραψία για εικοσιτρεις ώρες. Στην αρχή ο Μικέ χάρηκε γιατί
δεν είχε βγει ποτέ έξω από την Παραξενούπολη και πάντα ήθελε να δει πως ζουν οι κανονικοί άνθρωποι. Σιγά σιγά όμως ο κόσμος άρχισε να τον κοιτά καχύποπτα και να δείχνει περιέργεια γι αυτόν τον τεράστιο υπερψηλόλιγνο μεγαλοπαλάμη άνθρωπο και όσο περνούσαν τα λεπτά όλο και περισσότεροι μαζευτήκαν γύρω του, τον άγγιζαν, τον ρωτούσαν, τον κορόιδευαν. Ο Μικέ πανικοβλήθηκε στριφογύριζε το κεφάλι, του ήθελε να τρέξει κάπου να ξεφύγει από τη μανιασμένη περιέργεια του πλήθους. Το βλέμμα του σταμάτησε απότομα όμως στην αχτίδα του φωτός που περνούσε από τα σύννεφα που δε χτυπούσε πλέον το έδαφος. Παραπέρα στεκόταν μια κοπέλα που έκανε το Μικέ να νιώσει κάτι μέσα του που μόνο σαν φόβο μπορούσε να το ερμηνεύσει, δεν ήταν όμως φόβος. Έτσι είναι ο έρωτας σκέφτηκε και ένιωσε λες και τα έβλεπε όλα πιο καθαρά και πιο απλά. Ο Μικέ είχε μαγευτεί και δεν ανταποκρινόταν στο νεύμα που του έκανε η κοπέλα να έρθει προς εκείνη. Είχε το πιο όμορφο αγγελικό πρόσωπο που είχε δει και η αχτίδα έδινε στα κόκκινα μέχρι τους όμως της μαλλιά μια λάμψη αλλόκοτη που έσβηνε πάνω στους δυο λόφους που δημιουργούσε το στήθος της, κάτω από το πουλόβερ που φορούσε. Το ξάφνιασμα του δεν κράτησε για πολύ, άφησε πίσω του το πλήθος και ξεκίνησε με μεγάλα βήματα να προχωρά προς το μέρος της ηλιολουσμένης κοκκινομάλλας που τον έκανε να νιώσει αυτό τον περίεργο φόβο. Καθώς όμως προχωρούσε τα βήματα του μίκραιναν όλο και πιο πολύ και συνειδητοποιώντας το κοιτάχτηκε και κατάλαβε ότι τα πόδια του και τα χέρια του μίκραιναν σιγά σιγά όπως και όλο του το υπόλοιπο κορμί, ακόμα και οι παλάμες του, και μέχρι να φτάσει στο κορίτσι είχε κανονικές αναλογίες όπως τους ανθρώπους που των περιεργάζονταν πριν. Το κορίτσι τον πήρε από το χέρι και τον τράβηξε στην αυλή ενός σπιτιού. Μέσα σε αυτήν την αυλή τον αγκάλιασε χωρίς καν να του μιλήσει και οι δυο τους έμειναν αγκαλιασμένοι για πολλή ώρα. Ο Μικέ ένιωθε ευτυχία. Αυτό σκέφτηκε είναι η ευτυχία και σε δευτερόλεπτα το είχε ξεχάσει και αυτό όπως και όλες τις άλλες σκέψεις του, λες και εξαϋλώθηκε μέσα σε ένα σύμπαν φτιαγμένο από ζάχαρη, φέρνοντας τον αργά και ομαλά στο απόλυτο κενό νιώθοντας την ευτυχία του να μην έχεις τίποτα και να μην είσαι κάτι.

Εν τω μεταξύ, από την ώρα που ο Μικέ είχε ξαπλώσει στην πράσινη πλατεία ένα σκαθάρι που ήδη βρισκόταν εκεί είχε τη περιέργεια και το θάρρος να εξερευνήσει αυτό το τεράστιο πράγμα που προσγειώθηκε μέσα στο λιβάδι του. Ίσως να ήταν το πιο θαρραλέο σκαθάρι στο κόσμο αφού όλα μπορείς να τα περιμένεις στη Παραξενούπολη, ίσως και να ήταν απλώς ένα σκαθάρι που χάθηκε. Ποιός ξέρει; Τέλος πάντων όλη αυτήν την ώρα που ο Μικέ ονειρευόταν το σκαθάρι προσπάθησε να διανύσει τη τεράστια γι αυτό απόσταση, τα δυο και εξήντα τρία μέτρα από τα πόδια του Μικέ μέχρι που πήγε και στρογγυλοκάθισε στη μύτη του. Ο Μικέ τινάχτηκε χτυπώντας τη μύτη του διώχνοντας το σκαθάρι-Κολόμβο και έκατσε στο χορτάρι. Τα είχε τελείως χαμένα. Η πράσινη πλατεία δεν ήταν η ίδια, δεν ήταν πια πράσινη, ήταν κόκκινη, κίτρινη, μωβ, και ροζ, είχε συνταραχτεί από τη ξαφνική πλημμύρα έρωτα και ευτυχίας που έζησε για λίγο αλλά τόσο πολύ έντονα.

Όνειρο ήταν

 σκέφτηκε

 Έτσι είναι η ευτυχία; Ο έρωτας; Που θα τα βρω, δεν μπορώ να τα βρω.

Η απότομη επαναφορά του στην πραγματικότητα τον είχε καθηλώσει στα χορτάρια χωρίς να μπορεί να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Ένιωσε μικρός και αδύναμος, ένιωσε ένα μηδενικό και ανάξιος να ψάξει για την ευτυχία.

 Και το άλλο;

 Σκέφτηκε. Ποιό ήταν αυτό το κοκκινόμαλλο πλάσμα που κατάφερε όχι μονό να μπει στο μυαλό του αλλά να περιπλανηθεί στους λαβύρινθούς του μέχρι να τον συναντήσει σε ένα όνειρο.

 Ούτε καν το όνομά της δε ρώτησα.
Πρώτη φορά είχε νιώσει τόσο λεύτερος μέσα στη φυλακή του μυαλού του. Ο ήλιος βυθίστηκε δίνοντας τη θέση του στο αγαπημένο σημείου του ουρανού για το Μικέ, το φεγγάρι. Ο Μικέ σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι το αυτοκίνητό του, δίπλωσε το κορμί του και ξεκίνησε προς την Παραξενούπολη. Κάπνιζε, οδηγούσε και σκεφτόταν τη κοπέλα που είχε στην αγκαλιά του, στο τόσο ζωντανό του όνειρο. Άνοιξε το ραδιόφωνο που είχε στο αυτοκίνητο, στο μόνο σταθμό που είχε η Παραξενούπολη. Ήξερε ότι από τις οχτώ μέχρι τις δώδεκα στον αέρα ήταν ο Ρέι με εκπομπή αφιερωμένη μονό στους ερωτευμένους που σχεδόν την περισσότερη ώρα ο Ρέι έλεγε αερολογίες περί έρωτος και αγάπης, πράγματα που κανείς ποτέ δεν καταλάβαινε και που και που έβαζε και κανένα τραγούδι. Σκέφτηκε άμα είμαι τυχερός μπορεί να πετύχω κάνα τραγούδι αλλά οι προσδοκίες του ήταν μάταιες αφού ο Ρέι ως συνήθως μιλούσε. Η φωνή του ήταν βαριά και αισθαντική. Ο Ρέι εκείνη τη μέρα είχε κάνει έρωτα με τη διευθύντρια του σταθμού, που τόσο καιρό τη κυνηγούσε σαν σάτυρος, έτσι εκείνο το βραδύ με το ηθικό του ανεβασμένο και το λίμπιντό του να χτυπάει κόκκινο προσπαθούσε να δώσει στους ακροατές  του συμβουλές για το πώς μπορούν να κάνουν τον έρωτα και την ευτυχία να συμβαδίσουν.

- Ο έρωτας είναι η πηγή της ευτυχίας

         Έλεγε


- Και η ευτυχία είναι η πηγή του έρωτα του μυαλού.  Πρέπει πρώτα να ερωτευτείτε τον εαυτό σας και            μετά θα κατανοήσετε τον  έρωτα προς άλλο άτομο.

Ο Μικέ τα άκουγε όλα αυτά απορημένος. Γιατί πρέπει να γίνεται τόση ανάλυση για ένα αίσθημα που απλά δεν μπορείς να το περιγράψεις. Έκλεισε με μανία και σιγουριά το ραδιόφωνο περιφρονώντας το σοφό Ρέι αφού πλέον ήξερε τι είναι ο ερωτάς και ευτυχία. Τα πράγματα είναι απλά:

ο έρωτας είναι ωραίος.

Με αυτή του την τελευταία σκέψη ο Μικέ έφτασε στο μπαρ που σύχναζε. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο περπάτησε προς την είσοδο, μπήκε και προχώρησε προς την αγαπημένη του θέση στο μπαρ όπως πάντα άχαρα και ντροπαλά αλλά πλέον μόνο στο σώμα. Στο μυαλό του υπήρχε υπεροψία και έβλεπε τους υπόλοιπους με λύπηση γιατί αυτός ήξερε τώρα, έμαθε πιο είναι το νόημα. Έτσι μετά από μερικές ώρες η μετά πολλών χρόνων θεωρεία του περί παντρέματος μυαλού και σώματος με πεθερά τη βότκα είχε καταρριφθεί. Το μυαλό του αρνήτων πεισματικά να ξεκολλήσει από την κοπέλα του ονείρου του, αγωνιούσε και ποθούσε να τη ξαναδεί στον ύπνο του ξανά. Έτσι την ώρα που οι υπόλοιποι θαμώνες τον μετέφεραν στο σπίτι του και τον έβαλαν στο κρεβάτι τύφλα στο μεθύσι, όλα στριφογύριζαν στο μυαλό του και κάθε σβούρα που έκανε ο νους του μια που επανερχόταν στη πραγματικότητα και έβλεπε σε μεγάλη απόσταση τα μακριά του πόδια χωρίς ίχνος δύναμης να τα κουνήσει και μια που χανόταν στο σύμπαν και αναπολούσε τη μαγική στιγμή που πέρασε με τη μυστηριώδη αυτή κοπέλα στο προηγούμενο υπνήλιο ταξίδι του.

Μετά από πολλούς κύκλους του μυαλού του και χωρίς καμιά ανταπόκριση από κανένα μυ στο κορμί του ο Μικέ αποκοιμήθηκε και άνοιξε τα μάτια του στην ίδια αυλή που τόσο βίαια το σκαθάρι στο λιβάδι τον ανάγκασε να αφήσει. Το κορίτσι στεκόταν απέναντι του και τον κοιτούσε στα μάτια. Ο Μικέ κοίταξε τον εαυτό του, το σώμα του που πάλι είχε έρθει σε κανονικές αναλογίες, αυτό τον ηρέμησε και σηκώνοντας το κεφάλι με μεγαλύτερη τώρα σιγουριά τη ρώτησε:

Πώς σε λένε;
Μέλοντι
Πώς με βρήκες;
Δε σε βρήκα εγώ. Εσύ με βρήκες.






Σε σκεφτόμουνα πολύ από την προηγούμενη φορά που συναντηθήκαμε.

Μια μεγάλη παύση ακολουθεί μεταξύ των δυο που κάνει το Μικέ να νιώσει άβολα. Η σιωπή έκανε την σιγουριά του Μικέ κομμάτια και χωρίς να το θέλει λες και το στόμα του πηρέ την πρωτοβουλία να μιλήσει από μονό του σαν ένα είδος επανάστασης προς τη σιωπή είπε:

Μίλησε μου και συ. Δε θες να μάθεις για μένα; Εσύ με σκέφτηκες καθόλου;
Σώπασε. Δεν θέλω να μάθω τίποτα για σένα γιατί δεν ζητώ τίποτα από σένα. Απλά να είμαστε μαζί.

Η Μέλοντι άπλωσε το χέρι και ο Μικέ άρχισε να περπατά προς αυτήν κοιτάζοντας την έντονα στα μάτια όπως ακριβώς και αυτή, καταλαβαίνοντας ακριβώς τι ήθελε να του πει. Έτσι εκεί στην πίσω αυλή που του είχε συστήσει η Μέλοντι προ ωρών, ανάμεσα στις τέσσερις κόρες των ματιών τους υπογράφτηκε μια αόρατη συμφωνία σιωπής. O Μικέ έπιασε το χέρι της Μέλοντι και αμέσως βρεθήκαν και οι δυο τους στην πράσινη πλατεία. Οι δυο τους αγκαλιαστήκαν και κοιτούσαν τον ουρανό που τους έκανε παιχνίδια με τα σύννεφα στη μεγάλη οθόνη του σύμπαντος.

Ο Μικέ ξύπνησε. Ήταν πρωί. Δεν έπρεπε να πάει στη δουλειά όμως σήμερα, μπορούσε να σηκωθεί όπως πάντα να φτιάξει καφέ, να στρίψει τσιγάρο, μπορούσε να πάει να βοηθήσει τον κύριο Μπέρον στην ατελείωτη για χρόνια κηπουρική του, όπως έκανε σε κάθε του ρεπό, μπορούσε να πάει ξανά στη πράσινη πλατεία η έστω μέχρι απέναντι στη θλιμμένη Μαρία να την παρηγορήσει. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν έκανε. Απλά έμεινε ξαπλωμένος και κοιτούσε το ταβάνι αγαλιασμένος και ήρεμος με ένα μειδίαμα στα χείλη και την ευτυχία ζωγραφισμένη στα μάτια του. Τα κατάφερα σκέφτηκε την ξαναείδα. Ο Μικέ προσπαθούσε να αποτυπώσει όσο πιο έντονα γινότανε στο μυαλό του τις ονειρικές αυτές αναμνήσεις αφιερώνοντας ένα τεράστιο μέρος του μυαλού του στη Μέλοντι. Και ξαφνικά του ήρθε η ιδέα. Βιαστικά προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι, όταν το υπόλοιπο μέρος του σώματος του που δεν ήταν αφιερωμένο στη Μέλοντι άρχισε να παραπονιέται και να του στέλνει πόνο σε όλο του το σώμα λες και τον τιμωρούσε για το χθεσινό μούλιασμά του στο αλκοόλ. Ο Μικέ ξαναξάπλωσε και αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει πιο αργά και προσεκτικά τώρα. Με αργές κινήσεις άρχισε να σηκώνεται. Ήταν πάντα αστείο να βλέπεις το Μικέ να ξυπνά το πρωί και να προσπαθεί να σηκώσει το τεράστιο κορμί του μέχρι που να στηθεί στα πόδια του, σήμερα ήταν ακόμα πιο αστείο καθώς προσπαθούσε να φέρει τα πόδια του σε συνεργασία με το υπόλοιπο του σώμα χωρίς μεγάλη επιτυχία. Προχώρησε προς την κουζίνα και άνοιξε το τελευταίο ντουλάπι πάνω πάνω που το είχε αφιερώσει στην εκδίκηση του κυρίου Κόμπο. Όποτε ο κύριος Κόμπο έκανε παρατήρηση στο Μικέ, ο Μικέ έκλεβε κρυφά και ύπουλα ένα πακέτο μικρά κίτρινα χαρτάκια και έτσι πίστευε ότι οι δυο τους είχανε πατσίσει, χωρίς φυσικά ο ένας να το ξέρει. Πρώτη φορά τώρα είχε παρατηρήσει πόσα πολλά είχε μαζέψει. Άρχισε να γράφει πάνω σε αυτά περιγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια τις συναντήσεις του με τη Μέλοντι. Έτσι σκέφτηκε δεν θα τα ξεχάσω ποτέ.

Οι μέρες περνούσαν και ο Μικέ με την Μέλοντι επιδίδονταν κάθε βραδύ σε μακρινά βουβά ταξίδια που η σιωπή άφηνε χώρο στο συναίσθημα και το συναίσθημα γέμιζε τις ψυχές των δυο ερωτευμένων, χωρίς τα λόγια να μπαίνουν ανάμεσα τους. Ο Μικέ τώρα κατάλαβε γιατί η αγαπημένη του επέλεξε τη σιωπή. Τα λόγια μπορούν να οδηγήσουν το συναίσθημα σε άλλα μονοπάτια πιο κακοτράχαλα, φέρνουν αμηχανία και αδυνατούν να περιγράψουν αυτό που λένε τα μάτια και η καρδιά. Κάνουν τους ανθρώπους να ξεχνούν τη πραγματική ουσία των συναισθημάτων που αντί να τη νιώσουν προσπαθούν να τη περιγράψουν. Εκτός όμως από τις νέες γι αυτόν θεωρίες, που συνεχώς έγραφε και τα μακρινά απόκοσμα ταξίδια του μυαλού του, πίσω στη πραγματική του ζωή, το σπίτι του άρχισε να κιτρινίζει. Δεν ήταν ένα από τα παράξενα όνειρά του, αλλά οφειλόταν στα πολλά χαρτάκια που κάθε πρωί έγραφε και κολλούσε στους τοίχους. Όποτε ξυπνούσε το πρωί ο Μικέ καθόταν και έγραφε μετά μανίας μέχρι που τον ξαναπαίρνε και πάλι ο ύπνος και ξανά η ίδια ιστορία από την αρχή. Αυτό συνεχίστηκε για πολλές μέρες και όσο πιο πολύ κοιμότανε, τόσο περισσότερο χρόνο περνούσε με την Μέλοντι απολαμβάνοντας τον έρωτα αλλά και το καινούργιο του κορμί και τόσο πιο πολύ βούλιαζε στους σωρούς με τα μικρά κίτρινα χαρτάκια.

Μια από αυτές τις παράξενες βραδιές του βωβού έρωτα του Μικέ και της Μέλοντι, καθώς οι δυο ταξίδευαν χέρι χέρι στον άπειρο χώρο του ονείρου ο Μικέ έκλεισε τα μάτια και όταν τα άνοιξε βρισκόταν στο ίδιο σημείο, εκεί που είχε δει για πρώτη φορά την αγαπημένη του. Εκεί που η αχτίδα ηλίου ακόμα χτυπούσε με μανία το έδαφος, μόνο που τώρα αντί να χτυπά την Μέλοντι χτυπούσε αυτόν. Αυτόν αλλά και τα μακριά του πόδια και χέρια. Ο Μικέ ξαφνιάστηκε, έχοντας τα χαμένα προσπαθούσε να καταλάβει πως βρέθηκε εκεί, πως επέστρεψε το πραγματικό του σώμα και πιο πολύ πως έχασε έτσι τη Μέλοντι. Αλλά ήξερε. Πώς το είχε μάθει; Ήξερε ότι δεν θα τη ξαναδεί, ήξερε ότι θα ξυπνήσει θα σηκωθεί από το τεράστιο του κρεβάτι και θα πετάξει στα σκουπίδια όλα τα κίτρινα χαρτάκια, ήξερε ότι θα βγει από το σπίτι και θα συναντήσει τον κύριο Μπέρον. Ήθελε τώρα να ξαναβγεί έξω στην παράξενή του πόλη, να ξαναζήσει και να νιώσει αληθινά, όπως του είχε μάθει η Μέλοντι.

Ο Μικέ ξύπνησε, σηκώθηκε έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του, έφτιαξε καφέ, έστριψε ένα τσιγάρο. Ήπιε με δυο γουλιές το καφέ έκανε δυο τζούρες από το τσιγάρο και άρχισε να μαζεύει τα κίτρινα χαρτάκια που είχαν πλημμυρίσει το σπίτι του με σκέψεις και ιστορίες. Βγήκε έξω και αμέσως το βλέμμα του έπεσε στον κύριο Μπέρον. Ο κύριος Μπέρον τον είδε και προσπαθούσε να τον καλημερίσει μέσα από τον λόξυγκά του. Ο Μικέ του είπε χαμογελώντας:

Καλημέρα κύριε Μπέρον.

Ο λόξυγκας του κυρίου Μπέρον σταμάτησε μετά από είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια.

Μικέ μιλάς; Μικέ μιλάς ξανά. Μα πώς έγινε αυτό μετά από τόσα χρόνια.

Έμαθα τη σημασία των λέξεων τώρα κύριε Μπέρον. Καλημέρα.

Ο Μικέ άφησε πίσω του τον κύριο Μπέρον που σιγά σιγά άρχισε να βρίσκει και πάλι τον παλιό ενοχλητικό εαυτό του. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για κάπου που δεν ήξερε, αλλά δεν τον ένοιαζε, γιατί τώρα ήξερε τη σημασία των λέξεων.