O 3 ( άτονο )


1


<< Λοιπόν, θα σας εξηγήσω πως παίζεται το παιγνίδι αυτό. Είναι πάρα πολύ εύκολο έως και παιδικό φτάνει να με ακούτε >>. Είπε και κοίταξε γύρω της όλο νόημα προς τους υπόλοιπους τρεις που την κοιτούσαν με απορία. << Παιδική δεν είναι η εξέλιξη του όμως κι ας καταλήγει σε happy ending πολλής φορές, εάν με πιάνεται. Θα το δείτε >>.

Το πονηρό της βλέμμα πλανήθηκε  και πάλι στο χώρο, κοίταξε τους δυο φίλους που την κοιτούσαν  με απάθεια και στη συνέχεια καρφώθηκε στον τρίτο της παρέας που βρισκόταν στο δωμάτιο με τα μάτια της όλο κάψα και προσδοκία να τον αποπλανήσει. Η τετραμελής παρέα βρισκόταν σε μια μικρή γκαρσονιέρα στη ταράτσα μιας πολυκατοικίας. Μαζεύτηκαν εκεί μετά από μερικές μπύρες σε ένα συνοικιακό μπαράκι. Το δωμάτιο μικρο και βρώμικο, το κόκκινο φωτιστικό της οροφής μαζί με την κάπνα από τα τσιγάρα έδιναν στο χώρο φωτισμό ενός άρρωστου ηλιοβασιλεματος και στα πρόσωπα των τεσσάρων ζωγραφιζόταν η έκφυλη προσδοκία να νιώσει ο ένας την σάρκα του άλλου. Ένας ερωτικώς κανιβαλισμός πλανοταν στους τέσσερις τοίχους. Στην γωνία ένα άστρωτο κρεβάτι, γεμάτο από μπουφάν σάρπες και γάντια, Στο κόκκινο συνθετικό χαλί μια σόμπα αλογόνου ηλέκτριζε όλο και πιο πολύ την ατμόσφαιρα. Οι τέσσερις κάθονταν γύρω από το μεγάλο τραπέζι της κουζίνας. Ένα μεγάλο μπουκάλι αυθενικης ρώσικης βότκας με εξήντα στα εκατό αλκοόλη της στο κέντρο του τραπεζιού και τέσσερα σφηνοποτηρα κάθονταν πάνω στο τραπέζι. Η Νίνα κρατούσε στα χέρια δυο φθαρμένες τράπουλες από χαρτιά και τα ανακάτευε απρόσεχτα χωρίς να τα κοιτάει.
<< Θα μοιράσω τέσσερα χαρτιά. Ένα στον καθένα. Όποιος έχει το μικρότερο αριθμό κατεβάζει ένα σφηνάκι>>
<< Αυτό ήθελες τόση ώρα να μας εξηγήσεις>> Είπε ο Θάνος.
<<Ναι αυτό. Αλλα πρέπει να  καταλάβατε το σύστημα του παιχνιδιού. Μην προτρέχει να με καταδικάσεις. Όλα βασίζονται στην μεθοδολογία του και όχι στους απλούς κανόνες. Επαναλαμβάνω. Όποιος έχει το μικρότερο αριθμό κατεβάζει ένα σφηνάκι. Αυτό όμως πρέπει να γίνεται με αστραπιαίες κινήσεις έως ότου τελειωνόσουν τα χαρτιά από την τραμπουλα. Όσο πιο γρήγορα θα μοιράζω εγώ τόσο πιο γρήγορα θα αδειάζει το μπουκάλι και τόσο πιο εύκολα θα γίνεται τύφλα ο αδύναμος>>
<<Κάτι σαν τους νόμους της κοινωνίας δηλαδή. Ο αδύναμος βγαίνει νοκ αουτ>>
<<Ναι αγόρι μου, όπως το λες. Είσαι φιλοσοφημένο παιδί τελικά, καλά σε κατάλαβα>>

Ο 3 έπιασε στο βλέμμα της μια βουβή ερωτική υπόσχεση. Κρατήθηκε γερά για να φανεί αδιάφορος και αντάλλαξε και αυτός με το ίδιο βλέμμα. Αυτό που τα μάτια σαν μπουν σε συστοιχία λένε αυτά που το στόμα δεν μπορεί να αρθρώσει.

<<Έχω 104 χαρτιά στην τραμπουλα, άρα εδώ θα πιούμε 24 σφηνοποτηρα της επικίνδυνης βότκας που μας προσέφερε εδώ ο οικοδεσπότης μας>> Τα λεπτοκαμωμενα της δάκτυλα άρχισαν να μοιράζουν τα χαρτιά. Ο Θάνος ήταν υπεύθυνος στο μοίρασμα κάθε γύρας να ανανεώνει τα ποτήρια με αλκοόλ. Τα κίτρινα νύχια της Νινας έκαναν μια αστεία αντίθεση με το κόκκινο του τραμπουλοχαρτου, ενώ τα πολλά μεταλλικά βραχιόλια της κουδούνιζαν ηδονικά στα αυτιά του 3. Έπεσε κάτω  πρώτη παρτίδα. 10 καρό, 3 σπαθί, ντάμα σπαθί, και 3 καρδιά.
Το 10 καρό ανήκει στην τελειότητα. Το αριθμητικό δεκάρι της μάθησης. Το άριστο και σοφό δέκα, αψεγάδιαστο στα επικριτικά χέρια του δασκάλου. Ο ρόμβος, η αυστηρότητα και η τετραγωνισμενη λογική. Το 10 καρό είναι ηθικό, σοφό και μετρημένο. Τι ειρωνια. Το δέκα καρό είχε πέσει μπροστά στα  χέρια της Αλικης. Η Αλίκη δεν είχε καμιά σχέση με αυτά που αντιπροσοπευαι το χαρτί της. Είχε μεγαλώσει σε προσφυγικά σοκάκια και η ζωή είχε σκληρύνει το χαρακτήρα της. Η σκληρή καθημερινοτητα της γειτονιάς δεν άφηνε περιθωρεια για ήθη και φιλοσοφίες. Ο αδύναμος δεν χαιρόταν ποτέ, το ήξερε καλά και δεν φοβόταν να πάρει αυτό που ήθελε με κάθε κόστος. Η εμφάνιση της ήταν το μεγαλύτερη της ανασφάλεια, γύρω στα 130 κιλά, όχι πολύ ψηλή, τριχωτή, ασχημομούρα ,φοβερή όμως και τρομερή αντροτυχοδιωκτρια. Εντόπιζε τον αδύναμο κρίκο και τον ξεζούμιζε. Μπορεί να ήταν ο πιο μεθυσμένος, ο πιο ντροπαλός ή φοβισμένος, αυτή τον παραμονευαι σαν αρπαχτικό και δεν έχανε ευκαιρία στις ερωτικές της απολαύσεις. Έτσι το υπερμέγεθες λίμπιντο της και η ογκώδης εμφάνιση της την είχαν καταστήσει φοβερό και τρομερό αρπαχτικό, που ξεζούμιζε νεαρά ντροπαλό αγόρια άλλα και δεν έχανε ευκαιρία να χωθεί σε αγγαλιες έκφυλων σαραντάρηδων και πενηντάρηδων που έψαχναν απεγνωσμένα στενά υγρά νεανικά μονοπάτια. Το σημερινό της θύμα ήταν ο Θάνος, και μπροστά του είχε πέσει η ντάμα σπαθί και τον κοιτούσε αλαζονικά.

<<Δυο τριάρια λοιπόν. Εμείς οι δυο έχουμε το ίδιο φύλο 3>>
<<Όχι δεν είναι το ίδιο. Όλοι ξέρουν ότι σπαθί είναι πιο δυνατό από την καρδιά>>
<<Και γιατί παρακαλώ αυτό. Που το στηρίζεις>>
<<Να πάρω εγώ ένα σπαθί και έλα εσύ με καλή καρδιά και ας δούμε ποιος από τους δυο θα παραμείνει ζωντανός>> Η Ν τον κοίταξε με απορία και αναρωτήθηκε εάν δεν έχει καταλάβει το νόημα του παιγνιδιού. Μήπως προσπαθεί να το αποφύγει σκέφτηκε. Αλλα αυτός μας έχει καλέσει εδώ πέρα. Ανασυνταχθηκε, το θηλυκό τσαχπίνικο ταμπεραμέντο της επανήλθε και επιτακτικά χαμογελώντας του είπε.

<< Άσε τις εξυπνάδες 3. Εγώ σας εξηγώ το παιγνίδι και εγώ βάζω τους κανόνες. Όταν κάνεις παιγνίδι εσύ τότε θα αμφισβητείς. Τα δυο τριάρια είναι το ίδιο και πρέπει να πιούμε και οι δυο από ένα σφηνάκι>> Ο 3 υπάκουσε και οι δυο τους έφεραν τα σφηνοποτηρα στο στόμα, κοιτάχτηκαν και τα κατέβασαν αστραπιαία στα λαρύγγια τους.

<<Πάμε πιο γρήγορα. Τώρα θα δείτε το ωραίο του παιγνιδιού>> Ξαναμοίρασε, 7 καρδιά, φάντης καρδιά, 3 μπαστούνι, 3 καρό. Κοιτάχτηκαν όλοι με απορία για τα επαναλαμβανομενα τριάρια στα ίδια άτομα. Δεν το συζήτησαν πάρα ο 3 και η Νίνα ρούφηξαν άλλο ένα σφηνάκι βότκας. Και αμέσως ξαναμοίρασε. Ο Θάνος είχε πάρει σοβαρά το ρόλο του και δεν άφηνε να τα ποτήρια άδεια. Οι γρήγορες κινήσεις του έλουζαν το τραπέζι με αλκοόλ. 3 μπαστούνι, 3 σπαθί, 4 καρδιά και ρίγας σπαθί.

<<Πάλι φώναξε η Αλίκη. Μήπως μωρή τα έχεις κανονισμένα να μεθυσεις το παιδί>>
<<Αυτό λέει η τραμπουλα, αυτό κάνουμε μην σταματάτε>>
<<Αλλα μια γύρα κατέβηκε στο λαρύγγι του 3 και της Νινας>>

Η παρτίδα συνεχίστηκε, δεν έπεσαν άλλα τριάρια, μια που έπινε ο ένας μια ο άλλος, μια που τελείωσε το πρώτο μπουκάλι και ανοίχτηκε το δεύτερο και μια που όλοι είχαν αρχίσει να γελάνε, με πνιχτά χαχανητά, να ρουφάν σφηνοποτηρα με βότκα και τα μάτια τους δακρυαζαν από το γέλιο και το αλκοόλ, και η οπτική τους θόλωνε όπως και η αντίληψη. Οι μαθηματικές τους ικανότητες έγιναν κουρέλια και το 2 το μπέρδευαν με το 7, το 7 με τον άσσο, ο φάντης είχε μετατραπεί σε τραβεστί βασιλιισα και ο βασιλιάς κοιτούσε περίεργα το αλλόκοτο σινάφι και όλο που ανεβάζαν και οι τέσσερις τα σφηνακοποτηρα στον αέρα και όλο τα τσιγάρα αναβόσβηναν στα στόματα μέχρι που τελείωσαν τα χαρτιά στην τραμπουλα της Νινας και έμειναν τα δάκτυλα της άδεια και τα κίτρινα της νύχια άπραγα.
<<Ποιος νίκησε>> Ρώτησε με ενθουσιασμό ο Θανος. >> <<Κάνεις από μας. Η βότκα νίκησε>>. Αποκρίθηκε ο 3 με λοξυγγα. Ήταν και οι τέσσερις τους ντιρλα στο πιοτό. Το τέλος της παρτίδας τους έφερε να κοιτιούνται. Η ζωώδης ατμόσφαιρα επανήλθε.  Το παιχνίδι ήταν προκαταρτικο του έρωτα και έρωτας χωρίς παιγνιδι δεν υπάρχει. Η Αλίκη πήρε χωρίς δεύτερη σκέψη τον Θάνο από το χέρι και τον οδήγησε στην τουαλέτα. Ο 3 και η Νίνα κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν πονηρά ο ένας στον άλλο. Το μικρο διαμέρισμα μοσχοβολούσε τσιγαριλλα και αλκοόλ. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη από ορμόνες που αιωρούνταν. Στο τραπέζι άδεια μπουκάλια και ποτήρια πεσμένα κάτω και μικρές λιμνούλες βότκας να στάζουν σιγά σιγά στο ψεύτικο χάλι. Τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα κιτρίνιζαν τον αέρα. Δεν καθόταν πλέον κανείς στις καρέκλες του, δεν ακούγονταν πλέον τα χαχανητά και οι κρότοι των ποτηριών παρά νεανικά μουγκρητά που βγαίναν από τα σώματά τους. Και ενώ ο 3 και η Νίνα χαϊδεύονταν και φιλιωνόντουσαν με λαιμαργία στο άστρωτο κρεβάτι ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε μέσα απο την τουαλέτα. Ανασκουμπωθηκαν και οι δυο και χαμογέλασαν. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα με δύναμη και η Αλίκη βγήκε από μέσα νευριασμένη,μισόγυμνη με τα τεράστια της στήθια να αιωρούνται απειλητικά, ανήμερο θεριό και στα χέρια της κρατούσε το λευκό της μπλουζάκι γεμάτο αίματα. Πέταξε την ματωμένη μπλούζα στον κάλαθο της κουζίνας και έκατσε στο τραπέζι κοιτώντας προς τον 3 και την Νινα.
<<Συνεχίστε, μην μου δίνετε σημασία>>
<<Μα τι έγινε>>
<<Ο άλλος μέσα, ο Θάνος>>
<<Ναι?>>
<<Τελικά ήταν παρθένος. Ήταν, από οτι καταλάβατε τώρα δεν είναι. Το καθάρισα κιόλας το μεθυσμένο αγοράκι μην σας τον παρουσιάσω έτσι>> Ο Θάνος βγήκε αναψοκοκκινισμενος απο την τουαλέτα. Τα μαλια του ήταν ανάκατα και το παντελόνι του στραβωκουμπομενο. <<Εεεεε  παιδιά, πρέπει να φύγω εγώ>> Είπε και χαμηλόφωνα και η ματιά του ανάβλυζε αντρικά ντροπή. Τράβηξε το μπουφάν του από το κρεβάτι, το βάλε αστραπιαία, μάζεψε τα πράγματα του και χωρίς καν να κοιτάξει την Αλίκη η κανένα άλλο άνοιξε την πόρτα και εξαφανιστκε στο κλιμακοστασιο της πολυκατοικιας.
<<Πάει, το κοκόρι έγινε κοτούλα και την έκανε με ελαφρά. Ούτε την δουλεία που ξεκίνησε δεν κατάφερε να τελειώσει>> Η  Αλίκη χαμογέλασε περιπεχτικα. Το κορμί της ήταν γεμάτο από ερωτική προδιάθεση που δεν μετατράπηκε όπως το είχε σχεδίαση σε οργασμό. Κοίταξε τους δυο εραστές και άναψε το αίμα της ξανά. Η πονηριά της και η κάψα της πήραν τα ηνία και ένα καινούργιο σχέδιο δημιουργηθηκε στο κεφάλι της.
<< Συνεχίστε εσείς, μην μου δίνετε σημασία>> Ο 3 και η Νίνα συνέχισαν να φιλιούνται, οι γλώσσες τους εξερευνούσαν τα στόματα τους και η ηδονή  μεγάλωνε στα σώματα τους. Η Αλίκη άφησε λίγο το ζευγάρι να ξεχαστεί, να ζαλιστεί στον έρωτα. Σαν σαρκοβόρο αρπαχτικό περίμενε με υπομονή τα θύματά της, όσο κι αν πεινούσε. Την κατάλληλη στιγμή όρμηξε στο κρεβάτι και άρχισε να μπαλαμουτιαζει τον 3. Η αίσθηση των τεσσάρων χεριών να τον χαϊδεύουν στο στήθος και στο καβαλλο του παντελονιού τον άναψε. Οι δυο γλώσσες των κοριτσιών λιαιναν την σάρκα του και αυτός βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στην απρόσμενη ηδονή που του πρόσφεραν. Η Αλίκη τον απωθούσε ως θηλυκό και μέσα του παλυε να την απωθήσει. Έτσι όταν αρχιασνα τα ρούχα να πετιούνται στον αέρα και οι τρεις εραστές χαρτογραφουσαν με την αφή τα σώματα τους, ο 3 τιναχθηκε όρθιος, πηε την μεγάλη απόφαση και είπε.  <<Πρέπει να φύγω>>
Πίρε και αυτός το μπουφάν του τα κλειδιά και εξαφανίστηκε στο κλιμακοστασιο.


Έξω είχε ήδη ξημερώσει. Το φως έλουσε την πόλη, το μπετονενιο κοιτος που προσγειώθηκε στον κλειστό κόλπο πήρε χρυσαφί χρώμα και οι άχρωμες μουντές πολυκατοικιες του έγιναν κοσμήματα στο λαιμό του. Ο 3 περπατούσε ανασκουμπομενος στο μπουφάν του. Είχε χαμηλωμένο το κεφάλι, τα χεριά στις τσέπες και περπατούσε με βιαστικούς μεγάλους δρασκελισμους. Τα σκισμένα του παπούτσια εμπαζαν κρύο αέρα και πρωινή υγρασία και το χάνε παγώσει τα πόδια. Ανέστιο τον βρήκε η αυγή, δεν ήξερε αν τα δυο κορίτσια που είχε παρατήσει στα κρύα του λουτρού ήταν ακόμα στο σπιτι. Δεν ηθελε σε καμια περιπτωση να το διακυνδινεψει να τα ξαναδει μπροστα του. Αποφασισε να κανει ατο που παντα τον ευχαριστουσε, σε στιγμες ηθελημενης μοναξιας.  Να μπει σε ενα λεωφορειο και να χαθει στην πολη. Κατευθηνθηκε προς το κεντρικο δρομο, κυρια αρτηρια που περνουσαν τα λεωφορια. Τα μαγαζια ηταν κλειστα ακομα. Νωθρα ξεκινουσαν την μερα τους φουρνοι, και κεντρα τυπου, ενω τα εικοσιτετραωρα ιντερνετ καφε ταξιδευαν νεαρους σε κοσμους αλλοκοτους και επικινδυνους. Οι πρωινοι ανθρωποι ξεπροβαλλαν σιγα σιγα στις πορτες των πολυκατοικιων. Το δερμα τους ηταν ζεστο ακομα απο την θαλπωρη των σκεπασματων τους και κοκκινιζε απο το τσουχτερο κρυο μολις εβγεναν εξω. Στην ασφαλτο ειχε καθισει μια περιεργη πρασινοχρωμη παγογλιτσα που stoplights των αυτοκινητων της εριχαν κοκκινες ανταυγιες. Τα φωτα του  δρομου δεν ειχαν σβησει ακομα και ο ουρανος ειχε γεμισει με μαυρα περιστρεφομενα σημαδια που εκραζαν πεινασμενα. Ο τρομος της καθημερινοτητας ηταν ζωγραφισμενος παντου. Στις πινακιδες των δρομων, στα σκουπιδια και στους καδους ανακυκλωσης, στις φατσες των ανθρωπων. Ηταν ολα τους φτιαγμενα απο την επαναλαμβανομενη ροη ενεργειων, τις ιδιες κινησεις καθε μερα, μια πραγματρικοτητα κατασκευασμενη απο εκατομμυρια μορια ασυνηδητων κινησεων και σκεψεων. Ενα τερατουργημα χωρις επιστροφη, κλειδωνε τους κατοικους των πολεων στην ιδια επαναλαμβανομενη παλλινδρομικη κινηση.

Ο 3 ειχε ηδη φτασει στην σταση του λεοφορειου και παρατηρουσε τους περαστικους. Χαμογελασε μεσα απο τα δοντια μολις θυμηθηκε το σκηνικο που ειχε παιχτει στο σπιτι του, και με την ιδεα μην τον προλαβουν στο δρομο η Νινα και η Αλικη, κοιταξε προς την πλευρα που θα ερχοταν το λεωφορειο.

Σε πεντε μολις φευγαλεες σκεψεις ανεφανει το λεοφωρειο στην αρχή του μακριου κεντρικου δρομου.  Ο 3 σηκωθηκε απο το κρυο μεταλλικο καθισμα της στασης του λεοφωρειου. Το μακροστενο οχημα σταματησε μπροστα του, ανοιξε τις πορτες και ο  3 χωθηκε στην κοιλοτητα του και καθισε στην πισω θεση αφηνωντας εξω την πολη να αποτυπωνει εικονες στα ματια του. Ο μεσος ορος ηλικιας στο λεοφωριεο δεν επεφτε κατω απο τα 65 χρονια. Ο 3 τρια κοιτουσε τα παπουδια και τις γριες να ζωντανευουν απο την ανιαρη ζωη τους. Παλιοι φιλοι συναντιονταν τυχαια και χαρουμενοι ανταλλαζαν φιλοφρονησεις, πολιτικες συζητησεις δημιουργουσαν πηγαδακια που μεγαλωναν ή μικραιναν αναλογα με τις στασης του λεοφωρειου. Οι γυναικες ανταλλαζαν συνταγες και συζητουσαν την καθημερινοτητα τους χαμηλοφονα με μετριοπαθεια.

<<Σε μετακινουμενο ΚΑΠΙ πεσαμε φιλε>> Ο 3 κοιταξε τον απεναντι του. Ηταν ο μονος μαζι με τον ιδιο που δεν επερνε συνταξη. Ενα ηλικιωμενο ζευγαρι τους κοιταξε θυμωμενα και αμεσως γυρισαν το βλεμμα τους αλλου μη ψαχνοντας για φασαρια. <<Γι αυτο με τρομαζει η μερα. Βλεπεις που θα καταληξεις>>
<< Αναποφευκτο το μαρτυριο>> Χαμογελασαν και οι δυο. <<Και για που εισαι τετοια βαρβαρη ωρα φιλε>>
<<Μαντεψε?>>
<<Που να ξερω, πας ή επιστρέφεις>>
<< Ετσι οπως εγιναν τα πραγματα ουτε εγω ξερω να σου πω την αληθεια>>
<<Και του λογου σου>>
<<Δουλεια, στα σιδερα. Κουραση μεγαλη τα σιδερα>>
Το λεοφωρειο σταματησε και οι διπλες πορτες στην μεση ανοιξαν να υποδεχτουν αλλο ενα επιβατη. Μια γυναικα με το κοριτσακι της που αρνειτο πεισματικα να μπει στο λεοφωρειο περιμεναν στην σταση. Μιση ωρα πριν της ξεφουρνισε η μητερα της οτι εχουν ραντεβου με τον οδοντιατρο της και η μικρη κατατρομαγμενη προσπαθουσε με νυχια και με δοντια να το αποφυγει. Το αυστηρο ντυσιμο της μητερας ομως υποδηλωνε πειθαρχια και η μικρη υπεκυψε με δακρυα στα ματια υπακουοντας την μητερα της.
<<Εγω ειμαι ο Στρατος>> Και η μεγαλη παλαμη του, τραχια απο την δουλεια απλωθηκε μπροστα στον 3. Εμεινε για λιγη ωρα ετσι και χωρις να απλωσει το χερι του συστηθηκε.
<<3>> Ο Στρατος σαστισε. Μαθημενος απο τις επιτακτικους και υποτυπωδους κοινωνικους κωδικους του πρωινου δεν ηξερε τι να κανει. Οταν απλωσεις το χερι σου ενα αλλο απλωνεται για χειραψια. Θυμωσε με την αγενεια του συνομιλητη του. Υπο αλλες συνθηκες η συζητηση θα σταματουσε εδω. Ο Στρατος ομως περιεργος με τον αλλοκοτο συνοδοιπορο του, δεν μπορουσε να μην ρωτησει προς τι ο αριθμος. Τι 3? Τον ετρωγε η περιεργεια και υπομεινε την προσβολη.
<<Τι 3?>> Απαντησε σαν αποβλακωμενη αγελαδα. <<3, αυτο ειναι το ονομα μου>>.
<<<Σε λενε 3>>
<<Ναι>>
<<Οτι πριν καλα καλα ξυπνησω θα με δουλευε καποιος τοσο προκλητικα δεν το περιμενα. Δηλαδη θες τωρα να μου πεις οτι το ονομα σου ειναι ενας αριθμος? Εχω μια μικρη υποψια οτι με κοροιδευεις?>>. Ο Στρατος μιλησε ειρωνικα.
<<3 με λενε>> και εβαλε το χερι του στην τσεπη του μπουφαν του. <<Παρε δες την ταυτοτητα, >> Ο Στρατος πηρε την ταυτοτητα στα χερια του. Κοιταξε γρηγορα την ξεθωριασμενη φωτογραφια και το ματι του επεσε γρηγορα στο ονομα κατοχου. 3 του 5. Γεννημενος 3 του Μαρτιου 1983 στην ..... Γυρισε μια απο την αλλη πλευρα δεν ειδε τιποτα ενδιαφερον.  << Ο πατερας σου ειναι ο 5?>>
<<Ο πατερας σου ειναι  ο 5?>>
`<<Ναι>>
<<Τον πατερα σου τον λενε 5 και εσενα 3. Ας στο διαολο. Τι ειστε μυημενοι σε καμια περιεργη μαθηματικη αιρεση>>.
<< Ωραια το πες, αλλα οχι. Ειναι μεγαλη και παραξενη  ιστορια και στα πρωινα δεν αρμοζουν τετιες>>. Το λεωφορειο περνπουσε τωρα μπροστα απο το νοσοκομειο, στις παρυφες της πολης και σταματησε στην σταση ,ετα τα φαναρια. Σχεδον οι μισοι επιβατες κατεβηκαν εκει. Τα δακρυα ειχαν στεγνωσειι στα μαγουλα του κοριστσιου δημιουργωντας μικρα λευκα ποταμακια αλατος.
<< Να πως ξαναζωντανευουν οι παλιες φιλιες μετα τα 70. Με μια απισκεψη στο νοσοκομειο>>.
<<Τραβα και μια στην τραπεζα οταν κατατιθονται η συνταξεις και θα δεις τι γινετε και εκει>>.
Χαμογελασαν και οι δυο ενω το λεοφωεριο ειχα δη ξεκινησει.
<< Λοιπον 3>>. Του φανηκε πολυ αστειο να προσφωνει καποιο με ενα αριθμο. Δεν μπορεουσε να το συνηθισει. <<Κατεβενω στην επομενη, δεν ξερω αμα χαρηκα, αλλα σε χεραιτω>>.
<< Γεια σου Στρατο, και αμα σε φερνει ο δρομος το βραδυ θα ειμαι με παρεα στο ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ>>.
<Στο ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ? Εχει καιρο να περασω απο αυτο το καταγωγειο.Αμα με φερει ο δρομος μπορει και να τα ξανναπουμε. Και παλι γεια>>. Το λεοφωρειο σταματησε σε μια σταση που οναμαζοταν '' Πεταλωτης''. Ο Στρατος σκεφτηκε σιγα να μην  τραβουσε προς το ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ το βραδυ πηδηξε απο το καθισμα και με ενα σαλτο βρεθηκε στο δρομο. Βιαστικα χαθηκε σε ενα απο τα παλια κτιρια που βρισκοτνταν εκει. Ο 3 αναρωτηθηκε εαν ηταν παλια μερος που πεταλωναν τα αλογα και εχει παραμεινει τωρα ως μερος με σιδεραδικα. Ρητορικη η ερωτηση στον εαυτο του, δεν το ξανασκεφτηκε, παρα εβγαλε απο την τσεπη του μπουφαν τα κιτρινισμενα του ακουστικα, τα βαλε στα αυτια και χαθηκε για αλλη μια φορα στο ηλεκτρικο συμπαν του ''space ritual''.


2

Η Πατι βρισκοταν στο υπνωδοματιο της. Μολις ειχε ξυπνησει και βρισκοταν μπροστα απο το ανοιχτο ντουλαπι της κοιτωντας αναποφασιστη τα ρουχα να κρεμονται σαν σφαχταρια, ετοιμα να θυσιαστουν στο βωμο της αυτοπροβολης. Ειχε τοποθετησει με προσοχη τα μπουφαν της στην αριστερη πλευρα του ντουλαπιου και με θερμομονωτικη ιεραρχια, απο το πιο χοντροκαμωμενο πουλοβερ μεχρι και την πιο αναλαφρη μπλουζα. Τα παπουτσια ακριβως απο κατω ηταν στοιχισμενα σε δυαδες προσεχτικα. Της ειχε ερθει μια ακαταμαχητη επιθυμια  να φορεσει τα κιτρινα τσοχενα γοβακια της και προσπαθουσε τωρα να βρει κατι να τα ταιριαξει. Το χτυπημα της πορτας την επαγρυπνησε προς στιγμη, αλλα αμεσω σκεφτηκε οτι θα ανοιξει ενας απο τους συγκαοκους της κια ξαναχαθηκε στην οικεια πρωινη πρωτη αποφαση. Το δευτερο και τριτο χτυπημα την αναγκασε να βαλει οτι βρηκε μπροστα της και οταν η πορτα ανοιξε οι δυο γυνακες που γυρνουσαν τα σπιτια και μαζευαν λεφτα για φιλανθρωπικους σκοπους την κοιταξαν με ενα ειδος απαθους αποστροφης.
<<Καλημερα σας , συγγνωμη για την ενοχληση. Ειμαστε απο την ομαδα ''Αξιοσαμαριτοι'' της ενοριας του Αγιου Βλαδιμηρου και μαζευουμε λεφτα για τις απορες οικογενειες, μηπως θα θελατε να ριξετε και εσεις τον οβολο σας. Ολοι οι αλλοι στη πολυκατοικια εχουν δωσει>>. Η κυρια με τα φουντοτα μαυρα μαλλλια και μια λευκη τουφα σαν φραντζα μπροστα σταματησε να μιλα, ενω η αλλη ειχε απλωσειε ενα μεταλλικο κουτι με την εικονα του Αγιου Βλαδιμηρου κακα πλαστικοποιημενη προς το μερος της Πατι.
<<Αξοσαμαριτοι?>>.
<<Ναι, οι Αξιοσαμαριτοι, λειτουργουμε εδω και 3 χρονια, με τις ευλογιες του μητροπηλιτη μας, σεβασμιοτατου Γρηγοριου>>
<<Μαλιστα , περιμενετε>> και ψαχουλευωντας τις τσεπες γυρισε προς το σαλονι και αλως αναφωνισε <<να βρω ψιλα>> και αρχισε να κοιταει στα συνηθη μερη που αφηναν τα κερματα. Αλλα το αυτι της επιασε κρυφα, κατεργαρικα χαχανητα απο την κουζινα, και αφου εβαλε το κεφαλι της μεσα απο την πορτα, εοδε τις δυο συγκατοικους της να κρυφοχαχανηζουν.
<<Καλα, γιατι δεν ανοιγατε?>>. Ειπε και εκλεισε την πορτα. Ξερω που εχει, εβελα χθες στο μεταλλικο κουτακοι στη βιβλιοθηκη μερικα. Το ανοιξε, πηρε ενα ποσο που ουτε ζημια σε αυτην θα κανει αλλα ουτε και σφιχτοχερ θα την πουν και το εριξε στο μεταλλικο κουτακι. Τα κερματα εκαναν κροτο στο αδειο κουτι κι η Πατι αμεσω καταλαβε οτι τις ειχαν πει ψεματα για την γεννεοδορεια της πολυκατοιιας της, αλλα πλεον δεν υπηρχε επιστροφη.
<<Ευχαριστουμε και ο Θεος μαζι σου, καλημερα κοριτσι μου>>.
Καλημερισε και η Πατι αναρωτομενη εαν τα μαλια της ηταν μαυρα και ειχε βαψει μια τουφα λευκη ή εαν ηταν λευκα, βαμμενα μαυρα και αφησε αβαφη την τουφα.  Μπηκε στην κουζινα και κοιτξε με το μισο της τις δυο συγκατοικους της. <<Βρε τερατα, γιατι δεν ανοιγατε εσεις κα περιμενατε εμενα?>>.
<<Καλα τι φορεσες σημερα, εχεις ακροαση σε τσιρκο?>> Και η Μαρια και η Φιλιο εσκασαν στα γελια.
Η Πατι κοιταχτηκε στον καθρεφτη. Φορεουσε τα κιτρινα γοβακια της μαζι με ενα κολαν στο δερμα καποιου αφρικανικου αιλοροειδους και ενα πρασινο κυπαρισσι πουλοβερ. <<Βιαστηκα να ανοιξω, πιστεψε οτι δεν ειναι κανεις στο σπιτι και εβαλα οτι βρηκα>>.
<<Και για καλο ρωτημα γιατι δεν κουνηθηκε καμια απο την καρεκλα?>>.
<<Τις ειδα απο το ματακι της πορτας, και δεν ειχα ορεξη να αντιμετωπισω θεουσες πρωινιατικα>>.
<<Οποτε αφησατε εμενα?>>
<<Ηταν ιδεα, της Φιλιος>>. Τα ρουθουνια της Πατι αναζητησαν την μυρωδια του καφε.
<<Θελω επειγοντος ενα καφε>> Πηρε μια κουπα και την γεμισε με ζεστο, αχνιστο καφε φιλτρου και εκατσε μαζι με τις αλλες, που ειχαν στησει ενα λιτο πρωινο γευμα στο τραπεζι.
<<Σου εχουμε ετοιμασει πρωινο>>. Στο τραπεζι ειχε ενα πιατο με ενα αυγο βραστο, και καμποσα τσοφλια γυρω του, ενα βαζακι μελι και καμποσες φετες  ψωμι φρυγανοισμενο. Η Πατι πηρε ενα κομμματι ψωμι και το αλοιψε με μελι.
<<Λοιπον, δεν θα πεις τι εγινε χθες>>.
<<Τιποτα το τρομερο, βγηκαμε, απογευμα προς βραδυ, πιαμε δυο μπυρες χαιρετηθηκαμε και επεστρεψα στο σπιτι. Γιαυτο μου ετοιμασετε πρωινο, για να με δελεασετε στο πρωινο κουτσομπολιο>>.
<<Ασε τις υπεκφυγες τωρα.  Πως σου φανηκε το παιδι? Κατα αρχην Στρατος δεν ειπες οτι ειναι το ονομα του>>
<<Ναι Στρατος. Δουλευει στα σιδεραδικα εξω απο την πολη μολις περασεις το νοσοκομειο. Ωραια περασαμε, πηγαμε σε μια παραλιακη καφετερια>>.
<<Και πως σου φανηκε>>.
<<Μια χαρα μου φανηκε>>.
<<Παλι με το τσιγκελι θα σου τα βγαλουμε? Πες μας καμια λεπτομερεια για το σιδερα σου>>.
Η Πατι κοιταξε την Φιλιο  που χαμογελουσε προς ολες τις κατευθηνσεις αναξελεγκτα. Συγκατοικουσα ενα τριμνο τωρα μαζι και ο παρορμητικος χαρακτηρας της δεν αφηνε ιχνος μυστηηριου προς εξιχνιαση. Την ειχε φερει η Μαρια ενα βραδυ στο σπιτι και μεσω των παραπονων της απο την προηγουμενη κατοικια κατεληξαν τα τρια κοριστια να ζουν στο ιδιο διαμερισμα. Η Πατι σκεφτηκε οτι δεν επροκειυτο να παιξει το παιχνιδι της αυτη την φορα. Δεν ηθελε να το παιξει το κοριτσακι του πρωινου κουτσομπολιου, την ενοχλουσε η αδιακριτη συμπεριφορα της Φιλιος.
<<Φιλιο ασε με, δεν εχω ορεξη να καταναλωσω το χθεσινο μου ραντεβου παρεα με τα βραστα αυγα που μου εφτιαξες>>.  Η Μαρια τεντωθηκε απο την θεση της. Ξεροντας τις αναπαντεχες αντιδρασεις της Πατι περιμενε οτι αυτη η στιγμη θα εφτανε μια μερα και δεν τις αρεσε καθολου.
<<Ελα ενταξει δεν ηθελα να σε πιεσω, οταν εχεις ορεξη τα λεμε>>
Για μια στιγμη δεν μιλησε καμια, η σιωπη βαρυνε την ατμοσφαιρα και το κλιμα του τραπεζιου χαθηκε σαν λευκη πινελια του ζψγραφου στο βαρυ κλιμα του καιρου εξω. Η Πατι γνωριζα οτι η φιλιο ετρεφε   ενα ειδος ζηλιας προς αυτην και για την εξωτερικη της εμφανιση αλλα και για οτον τροπο αντιμετωπισης της ζωης.
<<Και σημερα ετσι θα ειναι ο καιρος, μουντος και ψυχοπλακωτικος, οπως ολη την εβδομαδα. Το ακουσα στις πρωινες ειδησεις>>. Η προσπαθεια της Μαριας να αλλαξει το κλιμα στο δωματιο δεν εφερε καρπους.
<<Παω να βαλω κατι πιο ταιριαστο με τα παππουτσια μου>>. Η Πατι πηρε τον καφε στο χερι και χαθηκε στο υπνοδωματιο της. Εκατσε με μαζεμενα τα γονατα στο κρεβατι και σκεφτηκε οτι ισως επρεπε να ηρεμησει λιγο. Η νευρικοτητα κυριευσε σωμα και μυαλο. Η μερα ειχε φτασει, και σε στις 11 επρεπε να τηρηση την νομοθεσια και να υπακουσει στις διαταγες του γραμματος που βρεθηκε στην πορτα τις δυο μηνες πριν.
'' Ελληνικη δημοκρατια, Εφετειο Βολου, Γραφειο ειδικης ανακριτριαας εφετου. Κληση κατηγορουνρνης????. Καλουμε  την  Πατυ J. Smith, κατοικο Βολου, οδος Καποδισγτριου 78, να εμφανιστει ενωπιον μας, στις?????........................................''

εψαξε στην τσαντα της και βρηκε την κασετινα των καρελια. Ανοιξε και πηρε ενα τσιγαρο, το αναψε και σακεφτηκε οτι καπνισε πολυ το προηγουμενο βραδυ. Ξαναπηρε στα χερια της τον φακελο μη πιστευωντας στο σε τι  μπελαδες ειχε μπει για δυο τρεις βρισιες που εριξε σε κατι γεροντια. Εβγαλε απο μεσα το φακελο της καταθεσης του εναγοντα.

''ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ BΟΛΟΥ, ΑΓΩΓΗ.  Αντρεα Βαρναβιδη του Γιοργου, συνταξιούχου IKA, κατ. Βολου (οδός  Καποδιστριου 78). ΚΑΤΑ της Πατυ J. Smith του Στιβεν και της Δημητρας, κατ. Βολου (οδός  Καποδιστριου 78)

Είμαι μητερα και γιαγια, και τα απογεύματα επειδή εργάζεται η κόρη μου, έχω στο σπίτι μου με τον σύζυγό μου το γιο της κόρης μας Αντρεα Βαρναβιδη, δηλαδή το εγγόνι μας ηλικίας 9 ετών σήμερα. Το εγγόνι μας συνηθίζει να βγαίνει στη γειτονιά όπου παίζει με τα υπόλοιπα παιδιά διάφορα παιχνίδια της ηλικίας του.
Στις 3 Αυγουστου 2008, και περί ώρα 11:30 μ.μ. περίπου, το εγγονάκι μου όπως και κάθε μέρα έπαιζε ποδόσφαιρο με φίλους του έξω από το σπίτι μου σε δημόσιο χώρο, παρκάκι, κατω από το σπίτι του εναγόμενου.  Την συγκεκριμενη στιγμή η εναγόμενη Πατυ J. Smith (ετών 25), καθοταν σε ενα παγκκι στην δεξια γωνια του παρκου. Τότε η μπάλα (την οποία είχε κλοτσήσει το εγγόνι μου)  το κεφάλι της. Τότε, η εναγομενη, Πατυ J. Smith, επεσε κατω φωναζοντας «Πρέπει να πάμε κατεπειγόντως στο νοσοκομείο, Εχω πάθει διάσειση». Η γυναίκα μου τότε ευγενικά απάντησε στην Πατυ J. Smith,  «Βεβαίως να σε παμε στο νοσοκομείο εμείς οι ίδιοι, αλλά πρέπει και εσυ να προσέχεις περισσότερο».  σε έντονο και άσχημο ύφος άρχισε να βρίζει τη γυναίκα μου λέγοντας της «θα βγαίνουμε στο δρόμο όποτε θέλουμε, δεν θα μας απαγορεύσεις πότε θα βγαίνουμε, μωρή εγώ είμαι κυρία και κάνω ότι θέλω» και προβαίνοντας και σε υποτιμητικές για τη γυναίκα μου ενέργειες (δηλαδή την έφτυσε).
Τότε ακούγοντας την φασαρία αυτή, βγήκα έξω από το σπίτι μου στην αυλή μου, και είπα ευγενικά και κόσμια στην Πατυ J. Smith «Τί είναι αυτά τα πράγματα που κάνετε και λέτε, δεν ντρέπεστε λίγο; Γιατί δεν αφήνετε τα παιδιά να παίξουν;». Ξαφνικά λοιπόν η εναγόμενη εμφανώς εξαγριωμένη και έξαλλη καθισε στο παγκακι και απευθυνόμενος σε εμένα, μπροστά σε όλη τη γειτονιά, τη σύζυγό μου και τα παιδιά που έπαιζαν εκεί, άρχισε να με βρίζει δυνατά και να μου λέει «Τί θες ρε μαλάκα, ρε καραγκιόζη, ρε καθίκι, πούστη, κερατά, ελα αν είσαι άντρας εδω». Αφού τότε ακουσα το βρωμερο λογιδριο της, μπήκα μέσα στο σπίτι μου όπου πήρα τηλέφωνο την Αστυνομία, η οποία ήρθε επί τόπου, και η οποία έκανε συστάσεις προς ηρεμια.
Επειδή η εναγόμενη χωρίς λόγο με εξύβρισε δυνατά, σε δημόσιο χώρο, χωρίς να την προκαλέσω καθόλου, αντίθετα μίλησα με ιδιαίτερη ευγένεια και με διάθεση τελείως ήπια. Μάλιστα, αμέτρητες φορές κατά το παρελθόν η εναγόμενη με έχει βρίσει εμένα και τη γυναίκα μου χωρίς λόγο και η αιτίες επειδή την ενοχλουν δήθεν το εγγόνι μου και τα αλλα παιδια όταν παίζουν στο δρόμο μπροστά στο σπίτι μου και στην αυλή μου. Εξάλλου, ο εναγόμενη μου δημιουργεί συνεχώς παρόμοια προβλήματα και όπως λένε και οι περίοικοι και στους ίδιους κάνει παρόμοιες πράξεις.
Επειδή από τις παραπάνω ενέργειες της εναγόμενης, συγχύστηκα και στεναχωρέθηκα πάρα πολύ, με άμεσο κίνδυνο για την υγεία μου, καθόσον έχω πρόβλημα καρδιάς, και όπως μου έχουν πει οι γιατροί, δεν πρέπει να συγχύζομαι διότι αλλιώς μπορεί να πάθω ανά πάσα στιγμή ανακοπή καρδιάς που μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στο θάνατό μου, και αυτό το γνωρίζει η γείτονας - εναγόμενη και παρόλα αυτά μου επιτέθηκε με τον πιο πάνω βάναυσο, χυδαίο, ιδιαίτερα προκλητικό τρόπο. Μάλιστα αισθάνθηκα ιδρώτα, τρεμούλα και ζάλη, και αν δεν με έπαιρνε η γυναίκα μου μέσα στο σπίτι για να ξαπλώσω και να πάρω υπογλώσσιο χάπι για την καρδιά, όπως μου λέει ο καρδιολόγος μου, υπήρχε πιθανότητα να πάθω σοβαρό ισχαιμικό επεισόδιο, και ακόμα και ανακοπή καρδιάς. Παρότι ο γείτονάς μου γνωρίζει τα προβλήματα υγείας μου, μου δημιούργησε αυτή τη συναισθηματική φόρτιση και ιδιαίτερη ψυχική και σωματική αναστάτωση, με όλους τους κινδύνους που συνεπάγονται, πράξεις που τις έκανε τελείως αδικαιολόγητα, με πρόθεση να βλάψει την τιμή και υπόληψή μου, και να θέσει παράλληλα σε κίνδυνο την υγεία μου και ακόμη και την ίδια μου τη ζωή.
Σε κάθε περίπτωση, επειδή εν τέλει με τις παραπάνω ύβρεις του ο εναγόμενος υπαίτια και παράνομα προσέβαλλε βάναυσα την προσωπικότητά μου  ως έντιμου και ευυπόληπτου πολίτη, συνταξιούχου ναυτικού, οικογενειάρχη και φιλόστοργου πατέρα και παππού, τελείως άδικα και παράνομα, καθόσον εγώ εντελώς πολιτισμένα , ευγενικά και διακριτικά, προσπάθησα να υποδείξω στη γυναίκα του το δρόμο της λογικής.
Επειδή με τα πιο πάνω το μεν με εξύβρισε και με εξευτέλισε σε μεγάλο αριθμό γειτόνων μου και συγγενών μου με χυδαίες και ποταπές φράσεις, το δε εξέθεσε σε πολύ σοβαρό κίνδυνο την υγεία μου και τη ζωή μου, αφού οπωσδήποτε έπαθα σημαντική κρίση στην υγεία μου, με εφίδρωση, τρέμουλο και ζάλη, πρόβλημα του οποίου  η εξέλιξη δεν ήταν μοιραία για την υγεία και τη ζωή μου, θα μπορούσε όμως να ήταν μοιραία εάν δεν προλάβαινε η γυναίκα μου να με απομακρύνει και να μου δώσει τις πρώτες βοήθειες και το υπογλώσσιο χάπι της καρδιάς. Άρα, πρέπει να καταδικαστεί να μου καταβάλλει  ως ανάλογη αποζημίωση για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που έχω υποστεί βάναυσα και άδικα από την παραπάνω πράξη του, που ανέρχεται στο ποσόν των 50.000 ευρώ, ποσό που είναι δίκαιο και εύλογο και ανάλογο με τις περιστάσεις και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση εμού και της εναγομένης και φυσικά και του συγκλονισμού μου ψυχικού, ηθικού, κοινωνικού, οικογενειακού, επαγγελματικού, σε σχέση με την τιμή και την υπόληψή μου και την προσωολή της υγείας μου και την έκθεσή της σε σημαντικό κίνδυνο και απειλητικό και για την ίδια τη ζωή μου. Δηλώνω δε ότι το μισό της επιδικασθησομένης αποζημίωσης εκχωρώ από τώρα στο Γηροκομείο '' Τελευταιος ασπασμος'' της Ιεράς Μητροπόλεως του Αγιου Γρηγοριου, το δε υπόλοιπο είναι εξάλλου βέβαιο ότι θα δαπανήσω στους καρδιολόγους.
Για τους λόγους αυτούς,
Με την επιφύλαξη παντός άλλου δικαιώματός μου.
Και επειδή η αγωγή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής και εισάγεται στο αρμόδιο καθ’ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο. ΖΗΤΩ. 1) Να γίνει δεκτή η αγωγή μου, 2) Να υποχρεωθεί η εναγόμενη στην πληρωμή σ’εμένα ποσού πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000€) ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μου λόγω προσβολής προσωπικότητας από τις εις βάρος μου αδικοπραξίες ως άνω, νομιμότοκα από επίδοση της παρούσας και μέχρι εξόφλησης,  3) Να κηρυχθεί η απόφασή Σας προσωρινά εκτελεστή, λόγω της φύσεως του αδικήματος και της διατάραξης και της γαλήνης και ηρεμίας μου εκτός των άλλων, 4) Να καταδικαστεί η εναγόμενη στα εν γένει έξοδα της δίκης κα αμοιβή πληρεξουσίου Δικηγόρου μου. Βολος, 8 Σεπτεμβριου. Ο πληρ. Δικηγόρος του ενάγοντα''.

<<Το κολοπαιδο, μα εβαλε σε μπελαδες τωρα>>. Μουρμησε μεσα απ τα δοντια.
<<Και 50000, που να τα βρω να τους τα δωσω. Ακου εβαλα σε κινδυνο την ζωη του επιδει τον αποκαλεσα καραγκιοζη>>. Eκατσε για πεντε λεπτα ακινητη κιτοντας ενα σημαδακι στην οροφη του δωματιουδιπλα απο την λαμπα. Παντα της θυμιζε παλαμη χεριου και αναρωτιοταν εαν καποιος ειχε αφησει τα ιχνη του στο παρελθον. Αποριες μηδμινης σημασιας μπροστα στο τι επακολουθουσε στην ιστορια της Πατυ. Στιγμες που στα βαθυ του κορμιου σου χαραγμενο το μελλον απο τον γλυπτη του παροντος σ' αφηνει μια ομορφη πικρα στο στομα που δεν μπορεις να καταλαβεις απο που προηλθε. Ειναι το μελλον που σε περιμενει και επιδτρεφει στο στομα σαν φαντασμα.

 Ζητησε απο τον εαυτο της οτι δεν θα αφησει να την εξευτελισον στις δικαστικες αιθουσες. Δεν ηθελε να αφησει οποιοσηποτε μαυροφορεμενο κυριο να κοιταξει με το βλεμμα της απεχθειας. Ουτε οποιοδηποτε σοβαροφανη δικηγορο ή περιεργο στην ιθουσα ηθελε να αφησει προς βρωση τ οειναι και προς ηδονοβλεψια το κορμι της. Η Πατυ ηταν θυληκο που δεν περνουσε απαρατηρητο στα αντρικα βλεμματα. Σε ολες τις πτυχες της ζωης ενιωθε οτι κρυβοταν ενας σκοτεινος ζωοδης ποθος. Καθε αρσενικη ευγενικη χειρονομια, καθε φιλικο χαμογελο, καθε κλεφη ματια εδινε στους αντρες που την περιεβαλλα το δικαιωμα να την φαντασιωθουν, να την κανουν δικη τους στα ονειρα τους. Ποσο χαζα σκεφοταν συμπεριφερονται οταν θελουν να σε πηδηξουν. Παιδακια που τους στερουνε το γλυκο και το κοιτανε και τους τρχουν τα σαλια αλλα δεν τολμουν να το ακουμπησουν. Σαν τα υποταγμενα σκυλια που κοιταν το κοκκαλοκαι αν δεν τους χαμογελασει το αφεντικο δεν τολμουν να του ορμηξουν. Αναρωτιοταν οτι ισως να βρισκε την αληθεια περα απο την εικονα. Σε καποιον που δεν βλεπει, ωστε να δει ευκολοτερα την γυμνη ψυχη της και οχι θολωμενος απο την καυλα να νομιζει οτι αγαπα το κορμι της.  Η Πατι ομως δεν υποταχθηκε στην αντροκρατουμενη κοινωνια που ζουσε. Δεν επαιξε το παιγιδι τους αποσκοπωντας να κανει πιο ευκολη ζωη. Ζουσε στο περιθωριο και αποφευγε σαν διαολος το λιβανι οτιδηποτε αφορουσε την μερα. Εβγαινε μονο το βραδυ παρεα με στοχαστες, ποιητες, αλκοολλικους και προβληματικους, τραβεστι και βαπορακια, τρελαμμενα φοιτητοπεδα που ξεχασαν τα ηθη τυος στα θρανια του σχολειου και φιλαρεσκους αυτοχθονες της κοινωνιας. Και τωρα σχεδον κρυμμενη σε ενα σκαλοπατι στην πισω αυλη των δικαστηριων περιμενε να αντιμετωπισει την μεγαλυτερη της φοβια αλλα και εχθρα, τον κθρο αντιπροσωπο αυτων που μισουσε. Τον κριτη  του ηθους, τον μεγα Σολωμοντα της κοινωνικης μηχανης αλλα και τον μεγα λειτουργο και καυστηριαστη των πολιτειων στελλοντας οποιον παραβει τα κιταπια του σε φυλακες του σωματος. Γιαυτο και δεν της πηρε και πολυ χρονο να παρει την αποφαση να μην παρουσιαστει. Το μονο που απεμεινε ηταν ενα μικρο λακκακι που χε κανει με τα παπουτσια της στο χωμα, τρια αποτσιγαρα στο πλαι σκορπισμενα, ενας δικηγορος που περνωντας απο διπλα του το αρωμα της χαρισε στην γυναικα του το καλυτερο σεξ που ειχαν κανει τα τελευτεα τρια χρονια και μια αιθουσα με τον δικαστη, δικηγορους και τον κ.Αντρεα Βαρναβιδη του Γεωργιου μαζι την συζηγο του και δυο τρεις ξεμπαρκους να κοιτιουνται αμιλητοι στην βουβη αιθουσα.


3

Οι τεραστιοι κοφτηρες-φλεξ των σιδεραδικων πριονιζαν συγχρονως και ττην ατμοσφαιρα. Τα σκουριασμενα ρινισματα τρυποναν στα ρουθουνια των εργαζομενων και κατακαθονταν στα πνευμονια τους, προσφεροντας τους πολυβους βηχες τα βραδυα. Κανεις δεν κοιτουσε κανενα. Ο θορυβος ειχε καταπιει ολες τις δρασεις και αντιδραρεις στο παλιο εργαστηριο. Η απολυτη σιωπη ο λευκος θορυβος προσφερει προσηλωση και συγκεντρωση το ιδιο ομως κανει και ο απολυτος, οξειδομενος απο την υγρασια της θαλασσας θορυβος. Δυο εργατες  συζητουσαν φωναχτα για κατι, κανεις δεν καταλβε ομως, μονο τα φωνηεντα καταφερναν να xefigoun απο την βουη τοων σιδερων.
<<Στρατο, ε Στρατο>>. Ο Στρατος εβγαλε την μασκα του απαραιτητη για την συγκολληση .................................. Οι απειρες σπιθες σταματησαν να πετιουνται  προς ολες τις καυευθυνσης.ν
<<Με φωναξες?>> .
<<Σταματα  την συγκολληση. Φυγε, τραβα σπιτι η που θες να πας. Εσαι απο τις 7 εδω>>
<<Ο Στρατος κοιταξε το μεγαλο ρολοι που κρεμοταν στο τοιχο. Ειχαν περασει δεκα ωρες απο την πρωινη του εισοδο στο σιδεραδικο. Βγηκε λιγο το μεσημερι και εφαγε ενα σαντοθιτσ με τονοσαλατα, κοιταξε λιγο τα συννεφα που ολο και μαζευονταν πανω απο το κεφαλι του μαυριζοντας το οπτικο του πεδιο και ξαναχωθηκε μεσα παλι.
<<Αντε δεν πανε πουθενα, και αθριο εδω θα τα βρεις. >>
Ο Στρατος διορθοσε κατι τελευταια για κανενα δεκαλεπτο, εσβησε τα μηχανηματα του????
και εφυγε. Στο λεοφορειο προς το σπιτι, τηλεφωνσε στην Πατυ. Δεν του απαντησε. Ηταν νευρικος το προηγουμενο βραδυ. Δεν περιμενε μια τοσο ωραια και σπιρτοζα γυναικα οτι θα του εδινε σημασια και ενιωθε εξω πο τα νερα του. Τα πηγαινε καλα με το αντθετο φυλο. Στις γυναικες αρεσε η γεροδεμενη ψηλη κορμοστασια του και τα γαλαζια του ματια. Πιο πολυ ομως τις τραβουσε ο ατομητος του χαρακτηρας, σιγουρια και η ασφαλεια που απεπνεε το αρχαιελληνικο του μοτιβο. Η Πατυ ομως ηταν αλλη ιστορια για αυτον. Ηταν γυναικα φτιαγμενη για μεγαλα πραγματα. Συνδιαζε ομορφια, χαρη, ταπεραμεντο και αχανης σεξουαλικοτητα, πραγμα διαφορετικο απο τα χαζοχαρουμενα κοριτσακια που τον χαλβαδιαζσν. Ακριβως για αυτο ηταν εξω απο τα νερα του,  ειχε κατι πολυ διαφορετικο να αντιμετωπιση, ενα αγριο ατι να δαμασει. Ενιωθε οτι μια λαθος κινηση θα την εστελνε μακρια, στα μονοπατια της αδιαφοριας και αναρωτιοταν τι την προσελκυσε. Μια παραδοχη που ειχε κανει και του φαινοταν και η πιο λογικη, ηταν η ιστορια του δευτερου ηρωα. Του ηρωα της πολης, του σκληραγωγημενου παιδιου που ζει με γενναιοτητα στον αστικο ιστο, δεν παραμυθιαζεται με ατεκνες συνηθειες, ουτε παρασυρετε στο χειμαρρο συνηδησεων, αλλα κρατα χαρακτηρα, εμπνεει σεβασμο, ευγενικος αλητης. Ο Στρατος μπηκε στο σπιτι κατακοπος απο την σκληρη δουλεια. Εξω ειχε σουρουπωσει και ο καιρος δεν ελεγε να βελτιωθει. Εβγαλε τα λερωμαενα απο σκουρια ρουχα, τα πεταξε στο πατωμα και μπηκε κατω απο το καυτο νερο να ξεπλυνει την δικη του σκουρια. Στις δεκα το βραδυ χτυπησε το τηλεφωνο του. Ηταν η Πατυ.
<< Γεια σου Στρατο>>
<<Γεια σου Πατυ, πως εισαι>>
<<Δυσκολη η ερωτηση σου και η α[παντηση νομιζω θα σε σοκαρει>> Ο Στρατος δεν καταλαβε τον ειχα παρει βαρια ο υπνος στον καναπε και οι συνηδητες του λειτουργιες δεν επανηλθαν σε κανονικο επιπεδο.
<<Βασικα θελω να σου ζητησω μια τεραστια χαρη. Θα μπορουσες να με φιλοξενησεις αποψε>> Αναπηδησε στην θεση του και εκατσε οκλαδον στο καναπε. Τι χαρη ειναι αυτη σκεφτηκε. Αυτο ειανι η επιτομη των ονειρων καθε αντρα.
<<Γιατι τι εγινε>> Ρωτησε καπως αδιαφορα μη θελοντας να δειξει την χαρα που τον περιεβαλε εκεινη την ωρα. Η Πατυ του εξιστορησε ολη την υποθεση. Ο γεος που εβρισε και το μαλακισμενο με την μπαλα, το δικαστηριο και η ατροπος φυγη της.
<<Φοβαμαι οτι θα με ψαξουν και δεν θελω να βρεθω. Εισαι ο μονος που δεν θα υποπτευθε κανεις οτι κατεφυγα. Ουτε ακομα και οι συγκατικοι μου. Μου τηλεφωνησαν πολλες φορες οτι με εψαχναν στο σπιτι και πραγματικα θελω να εξαφανιστω απο ολους και ολα. Γι αυτο σε ρωταω>>
<<Να ερθεις, θα κοιμηθω εγω στο καναπε και εσυ μπορεις να ξαπλωσεις στο κρεβατι μου. Πες μου ομως που εισαι, θα ερθω μεχρι εκει να σε παρω>>. Ειμαι σε τηλεφωνο του δρομου, κοντα στυο Μαντορινι.

Ερχομαι τωρα.

Και ο στρατος πηγε πηρε την πατι και την πηγε σπιτι του. Και ολα εγιναν οπως τα συμφωνησαν. Κοιμηθηκε αυτη συτο καναπε και αυτος΄.......